lettre PI
περιπλάνησις, εως (ἡ)
la course errante tout autour.
περιπλάσσω :
appliquer un enduit autour de ou sur. avec
περί
et l'acc.
περιπλάττω,
att. appliquer un enduit autour de ou sur. avec
περί
et l'acc.
περιπλέκω : 1 plier autour, enlacer :
δεσμά τινι,
LUC. entourer qqn de liens; au pass. être enlacé ou
s'enlacer autour de II 2 plier et replier; fig. compliquer,
entortiller, embrouiller (des paroles), acc. Il Moy. ao.
(περιεπλεξάμην,
ou ao. pass.
περιεπλέχθην,
ao. 2
περιεπλάγην)
s'enlacer autour :
ἰστῷ,
OD. d'un mât, saisir un mat entre ses bras;
γρήι, OD.
embrasser une vieille femme.
Περιπλέξασθε
γενείωι
λισσόμεναι τὰ Ζηνὸς ἐν ὕδατι τέκνα τεκέσθαι.
Callimaque, LXX.
περίπλεος, ος,
ον, surabondant,
qui est de reste ou de trop.
περιπλέω (f.
περιπλεύσομαι et
περιπλευσοῦμαι) naviguer autour,
croiser.
Λιβύην γάρ οἱ ἀνάγκην ἔσεσθαι
περιπλώειν, ἐς ὃ ἂν ἀπίκηται περιπλέων
αὐτὴν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον.
Hérodote, IV, 43, 3
περίπλεως, ως,
ων, att. c.
περίπλεος.
περιπληθής, ής,
ές : I
très plein. rempli de; abs. plein de matière, substantiel
(discours) Il II p. suite : 1 populeux Il 2 grand,
gros.
Νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ
που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
οὔ τι περιπληθὴς
λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθὴ μέν,
εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος.
Homère, Odyssée, XV, 480
περιπλόκη, ῆς (ἡ)
l'enlacement, l'embrassement.
Ταῦτ' αὔθ' ἕκαστα, μῆτερ, οὐχὶ
περιπλοκὰς
λόγων ἀθροίσας εἶπον, ἀλλὰ καὶ σοφοῖς
καὶ τοῖσι φαύλοις ἔνδιχ', ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
Euripide, Phénciennes, 494
περιπλόμενος, η,
ον, part. ao.
2 sync. de
περιπέλομαι.
1
περίπλοος, οος,
οον,
autour duquel on peut
naviguer.
2
περίπλοος, όου
(ὁ) : 1. la navigation autour,
pacticul. la croisière autour Il 2 le périple, la relation d'un
voyage par mer autour d'un pays, d'où la description des
côtes.
Ἐνθεῦτεν δὲ οὐ παρὰ τὴν ἤπειρον
εἶχον τὰς νέας ἰθὺ τοῦ τε Ἑλλησπόντου καὶ τῆς Θρηίκης, ἀλλ' ἐκ Σάμου
ὁρμώμενοι παρά τε Ἰκάριον καὶ διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο, ὡς μὲν
ἐμοὶ δοκέειν, δείσαντες μάλιστα τὸν
περίπλοον τοῦ Ἄθω, ὅτι τῷ προτέρῳ ἔτεϊ
ποιεύμενοι ταύτῃ τὴν κομιδὴν μεγάλως προσέπταισαν·
Hérodote, VI, 95, 2
1
περίπλους, ους,
ουν,
autour duquel on peut naviguer.
2.
περίπλους, οῦ
(ὁ) : 1. la navigation autour,
pacticul. la croisière autour Il 2 le périple, la relation d'un
voyage par mer autour d'un pays, d'où la description des
côtes.
Ἔστι δὲ τῆς Ἰωνίας ὁ μὲν
περίπλους ὁ παρὰ
γῆν σταδίων που τρισχιλίων τετρακοσίων τριάκοντα διὰ τοὺς κόλπους
καὶ διὰ τὸ χερρονησίζειν ἐπὶ πλεῖον τὴν χώραν, τὸ δ' ἐπ' εὐθείας
μῆκος οὐ πολύ.
Strabon, XIV, 1, 2
περιπλύνω, laver autour, nettoyer ou
purifier par des ablutions.
Ὡς δ' ἐπὶ τὴν θύραν ἦλθον,
κραυγὴ καὶ βοὴ τῆς μητρὸς καὶ τῶν θεραπαινίδων ἦν, καὶ μόγις ποτ'
εἰς βαλανεῖον ἐνεγκόντες με καὶ
περιπλύναντες ἔδειξαν τοῖς ἰατροῖς.
Démosthène, Discours, LIV, 9
περιπλώω, ion. c.
περιπλέω.
περιπνευμονία, ας (ἡ)
la péripneumonie, inflammation des poumons.
περιπνευμονικος, ή,
όν, atteint de
péripneumonie.
περιπόθητος, ος,
ον, très désiré
ou très desirable.
περιποιέω-ῶ
: I faire survivre, d'où sauver, conserver, acc.:
τινα
ἐκ κακῶν, LYS. sauver qqn du malheur Il II
procurer un surplus, d'où : 1 mettre de côté, épargner,
économiser II 2 p. ext. procurer, fournir :
τινί τι,
procurer qqe ch. à qqn;
αἰσχύνην τινί,
faire honte à qqn;
ἑαυτῷ τι,
ESCH. ou
ἐς ἑαυτόν,
THC. se procurer qqe ch. à soi-même II Moy. conserver pour
soi-même :
τὰ ψυχάς,
XEN. sauver leur propre vie;
ἀπ' ὀλίγων,
XEN. se réserver, mettre de côté pour soi, épargner avec peu de
ressources; en gén. se procurer :
τι ἀπό τινος,
XEN. ou
παρά τινος,
DEM. se procurer une chose avec une autre :
περιποιεῖσθαι
δύναμιν, THC. se procurer de la puissance.
περιπολάζω, c.
ἐπιπολάζω.
περιπολάρχης,
ου (ὁ)
le chef de patrouille.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Φρύνιχος ἥκων ἐκ
τῆς ἐς Λακεδαίμονα πρεσβείας πληγεὶς ὑπ' ἀνδρὸς τῶν περιπόλων τινὸς
ἐξ ἐπιβουλῆς ἐν τῇ ἀγορᾷ πληθούσῃ καὶ οὐ πολὺ ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου
ἀπελθὼν ἀπέθανε παραχρῆμα, καὶ ὁ μὲν πατάξας διέφυγεν, ὁ δὲ ξυνεργὸς
Ἀργεῖος ἄνθρωπος ληφθεὶς καὶ βασανιζόμενος ὑπὸ τῶν τετρακοσίων
οὐδενὸς ὄνομα τοῦ κελεύσαντος εἶπεν οὐδὲ ἄλλο τι ἢ ὅτι εἰδείη
πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐς τοῦ
περιπολάρχου καὶ ἄλλοσε κατ' οἰκίας
ξυνιόντας, τότε δὴ οὐδενὸς γεγενημένου ἀπ' αὐτοῦ νεωτέρου καὶ ὁ
Θηραμένης ἤδη θρασύτερον καὶ Ἀριστοκράτης καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν
τετρακοσίων αὐτῶν καὶ τῶν ἔξωθεν ἦσαν ὁμογνώμονες ᾖσαν ἐπὶ τὰ
πράγματα.
Thucydide, VIII, 92, 2
περιπόλαρχος, ου
(ὁ) le chef de
patrouille.
περιπόλεω-ῶ,
tourner tout autour, d'où faire le tour de, parcourir, acc.
ou
κατά
et l'acc.
Ἐνταῦθα τεύξας ναὸν ἵδρυσαι
βρέτας,
ἐπώνυμον γῆς Ταυρικῆς πόνων τε σῶν,
οὓς ἐξεμόχθεις περιπολῶν
καθ' Ἑλλάδα
οἴστροις Ἐρινύων.
Euripide, Iphigénie en Tauride, 1453
περιπόλιος, ος,
ον, situé autour
d'une ville; subst.
τὸ περιπόλιον,
le fort voisin d'une ville ou qui défend une ville; sel.
d'autres, la résidence des
περίπολοι
(v. ce mot).
Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους καὶ
οἱ περὶ Σικελίαν Ἀθηναῖοι πλεύσαντες ἐς τὴν Λοκρίδα ἐν ἀποβάσει τέ
τινι τοὺς προσβοηθήσαντας Λοκρῶν ἐκράτησαν καὶ
περιπόλιον
αἱροῦσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ.
Thucydide, III, 99, 1
περίπολος, ος,
ον, qui tourne
autour 1
ἡ περίπολος
(s. e.
γυνή) la compagne
Il 2
οἱ περίπολοι, les
éphèbes athéniens préposés pendant deux ans (de 18 à 20) à la garde
des frontières.
Καὶ πρῶτον μὲν οἱ περὶ τὸν
Δημοσθένη Πλαταιῆς τε καὶ περίπολοι
ἐσέδραμον οὗ νῦν τὸ τροπαῖόν ἐστι, καὶ εὐθὺς ἐντὸς τῶν πυλῶν
νᾖσθοντο γὰρ οἱ ἐγγύτατα Πελοποννήσιοἰ μαχόμενοι τοὺς προσβοηθοῦντας
οἱ Πλαταιῆς ἐκράτησαν καὶ τοῖς τῶν Ἀθηναίων ὁπλίταις ἐπιφερομένοις
βεβαίους τὰς πύλας παρέσχον·
Thucydide, IV, 67, 5
περιπορεύομαι, aller autour, faire le tour de,
acc.
Οἱ μὲν γὰρ ἀκμάζοντες ταῖς
ἡλικίαις ἐν τοῖς ὅπλοις ὄντες διεκινδύνευον, οἱ δὲ πρεσβύτεροι περί
τε τὰς παρασκευὰς ἦσαν καὶ
περιπορευόμενοι τὸ τεῖχος ἐδέοντο τῶν
νέων μὴ περιιδεῖν αὐτοὺς ὑποχειρίους τοῖς πολεμίοις γινομένους·
Diodore de Sicile, XIII, 55, 4
περιπόρφυρος, ος,
ον : I bordé de
pourpre ;
περιπόρφυρος τήβεννος,
PLUT. ou simpl.
ἡ
περιπόρφυρος, PLUT. la robe prétexte
(toga prætextata) à Rome II 2 vêtu de la robe prétexte.
Οὗτοι δὲ προσαναλαμβάνουσιν
ἐσθῆτας, ἐὰν μὲν ὕπατος ἢ στρατηγὸς ᾖ γεγονώς,
περιπορφύρους,
ἐὰν δὲ τιμητής, πορφυρᾶς, ἐὰν δὲ καὶ τεθριαμβευκὼς ἤ τι τοιοῦτον
κατειργασμένος, διαχρύσους.
Polybe, VI, 53, 7
περιποτάομαι-ῶμαι,
c.
περιπέτομαι.
Τὰ δ' ἀεὶ
ζῶντα περιποτᾶται.
Sophocle, Oedipe-Roi, 481
περιπρό ou
περὶ
πρό, adv.
tout à fait en avant. c. à. d. supérieurement,
éminemment, extrêmement.
Περιπρὸ
γὰρ εὖ ἐκέκαστο
ἰθύνειν, Πηλῆα δ' ἐπεσσύμενος προσέειπεν·
Apollonius de Rhodes, Argonautiques, II, 867
περιπροχέω (part. ao.
περιπροχύθεις)
se répandre dans l'âme.
Οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾶς ἔρος
οὐδὲ γυναικὸς
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς
ἐδάμασσεν,
οὐδ' ὁπότ' ἠρασάμην Ἰξιονίης ἀλόχοιο,
ἣ τέκε Πειρίθοον θεόφιν μήστωρ' ἀτάλαντον·
Homère, Iliade, XIV, 312
περιπταίω, se heurter contre, dat.
Οἱ δὲ οὔτε ἐκκλίνειν αὐτὰ
προορῶντες οὔτ' ἀφιέναι καλῶς δυνάμενοι, σφίσι τε αὐτοῖς
περιπταίοντες,
ἤδη ποικίλως ἐθορυβοῦντο.
Appien, Hannibaliques, IV, 22
περίπτυξις, εως (ἡ)
l'action d'embrasser.
περιτύσσω, plier autour :
χέρας τινί,
EUR. propr. plier ses bras autour de qqn, serrer qqn dans ses
bras;
τινά, EUR. ou
τινὰ ταῖς
χερσί, PLUT. entourer qqn de ses bras,
embrasser qqn; p. suite, envelopper de ses plis, en parl.
d'un vêtement, acc.; enfermer dans un tombeau, acc. ;
t. milit. cerner Il Moy. investir.
Ἢν δ' ὑπεκδράμῃς μόρον,
μέμνησο μητρός, οἷα τλᾶσ' ἀπωλόμην,
καὶ πατρὶ τῷ σῷ διὰ φιλημάτων ἰὼν
δάκρυά τε λείβων καὶ περιπτύσσων
χέρας
λέγ' οἷ' ἔπραξα.
Euripide, Andromaque, 414
περιπτυχής, ής,
ές : 1 plié
ou roulé autour Il 2 percé de, dat.
Ἀλλά νιν
περιπτυχεῖ
φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην, ἐπεὶ
οὐδεὶς ἄν, ὅστις καὶ φίλος, τλαίη βλέπειν
φυσῶντ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας
πληγῆς μελανθὲν αἷμ' ἀπ' οἰκείας σφαγῆς.
Sophocle, Ajax, 615
περίπτωσις, εως (ἡ)
la conjoncture, l'accident.
περιπτωτικός, η,
ον : 1 exposé aux
accidents de la vie II 2 qui tombe dans, dat..
Πάλιν ἂν περὶ ὀρέξεως μὴ
ἀγωνιᾷ, μὴ ἀτελὴς γένηται καὶ ἀποτευκτική, περὶ ἐκκλίσεως, μὴ
περιπτωτική,
πρῶτον μὲν αὐτὸν καταφιλήσω, ὅτι ἀφεὶς περὶ ἃ οἱ ἄλλοι ἐπτόηνται καὶ
τοὺς ἐκείνων φόβους περὶ τῶν ἰδίων ἔργων πεφρόντικεν, ὅπου αὐτός
ἐστιν·
Epictète, IV, 10
περιρράνω, au moy. se laver.
Λαβοῦσα δ' ὑμᾶς λοιδορῆσαι
βούλομαι
κοινῇ δικαίως, οἳ μιᾶς ἐκ χέρνιβος
βωμοὺς περιρραίνοντες
ὥσπερ ξυγγενεῖς
Ὀλυμπίασιν, ἐν Πύλαις, Πυθοῖ ῖπόσους
εἴποιμ' ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν δέοι .
Aristophane, Lysistrata, 1128
περιρραντήριον, ου (τὸ)
1 le vase d'eau lustrale pour les aspersions
Il 2 l'aspersion, l'ablution.
Καὶ πίθους τε ἀργυρέους
τέσσερας ἀπέπεμψε, οἳ ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ ἑστᾶσι, καὶ
περιρραντήρια δύο
ἀνέθηκε, χρύσεόν τε καὶ ἀργύρεον, τῶν τῷ χρυσέῳ ἐπιγέγραπται
Λακεδαιμονίων φαμένων εἶναι ἀνάθημα, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες·
Hérodote, I, 51, 3
περιρραπίζω, battre tout autour, acc.
περιρρέω (f.
περιρρεύσομαι,
ao. 2
περιερρύηνv,
pf.
περιερρύηκα)
1 couler autour de, acc. ; au pass. être entouré par
un courant (d'eau, etc.) :
περιρρέομενος
αἵματι, PLUT. ruisselant de sang Il 2 tomber
en glissant autour :
περιρρεῖν
ἐλέφαντος, PLUT. tomber en glissant le long
d'un éléphant Il 3 couler en abondance, être abondant ou superflu :
σοὶ
περιρρείτω βίος, SOPH. que la vie te soit
facile et abondante;
οὐδενὸς
περιρρέοντος, PLUT. rien n'étant superflu.
Περιερρεῖτο
δ' αὕτη ὑπὸ τοῦ Μάσκα κύκλῳ.
Xénophon, Anabase, I, 5, 4
περιρρήγνυμμι (f.
περιρρήξω,
ao.
περιέρρηξα,
pf. 2 au sens intr.
περιέρρωγα)
briser ou déchirer autour :
σκαφίδιον
πρὸς πέτραν, LUC. briser une barque contre une
roche;
τὸν Νεῖλον
περὶ τὴν χώραν, ISOCR. briser, c. à d.
séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays;
en parl. de vêtements, déchirer, acc. Il Moy. 1
tr. déchirer sur soi :
πέπλον,
PUTT. son vêtement Il 2 intr. se briser autour, d'où
éclater autour; en parl. d'un fleuve, se diviser en deux ou
plusieurs branche.
Ἡ δὲ περιαλγὴς ἐπὶ τῇ ὕβρει καὶ
τῇ βίᾳ γενομένη περιρρήξασα
τὸν χιτωνίσκον, ἐφόρουν γὰρ αἱ τῶν ἀρχαίων παρθένοι χειριδωτοὺς ἄχρι
τῶν σφυρῶν πρὸς τὸ μὴ βλέπεσθαι χιτῶνας, καὶ σποδὸν καταχεαμένη τῆς
κεφαλῆς ἀπῄει διὰ τῆς πόλεως μέσης βοῶσα καὶ ὀδυρομένη τὴν βίαν.
Flavius Josèphe, A. J. VII, 171
περιρρηγνύω (seul. prés.) c. le préc.
περιρρηδής, ής,
ές, qui glisse
ou tombe sur, dat.
Ἐκ δ' ἄρα χειρὸς
φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, περιρρηδὴς
δὲ τραπέζῃ
κάππεσεν ἰδνωθείς, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον·
Homère, Odyssée, XXII, 79
περιρροή, ῆς (ἡ)
l'écoulement(d'un fleuve, etc.) vers un
point déterminé.
Ὧν δὴ καὶ ἑκάστους τοὺς τόπους
πληροῦσθαι, ὡς ἂν ἑκάστοις τύχῃ ἑκάστοτε ἡ
περιρροὴ
γιγνομένη.
Platon, Phédon, 111
περίρροια, ας
(ἡ) c. le préc.
περιρρομβέω-ῶ,
faire tournoyer.
περίρροος, οος,
οον,
baigné de tous côtés.
Οἳ τῆς χώρης τῆς σφετέρης
τετραμμένης ἐς πόντον, τὸ δὴ Τριόπιον καλέεται, ἀργμένης δὲ ἐκ τῆς
Χερσονήσου τῆς Βυβασσίης, ἐούσης τε πάσης τῆς Κνιδίης πλὴν ὀλίγης
περιρρόου
υτὰ μὲν γὰρ αὐτῆς πρὸς βορέην ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει, τὰ
δὲ πρὸς νότον ἡ κατὰ Σύμην τε καὶ Ῥόδον θάλασσἀ, τὸ ὦν δὴ ὀλίγον
τοῦτο, ἐὸν ὅσον τε ἐπὶ πέντε στάδια, ὤρυσσον οἱ Κνίδιοι ἐν ὅσῳ
Ἅρπαγος τὴν Ἰωνίην κατεστρέφετο, βουλόμενοι νῆσον τὴν χώρην ποιῆσαι.
Hérodote, I, 174, 2
πέριρρους, ους,
ουν,
baigné de tous côtés.
πέριρρυτος, ος
ou η, ον,
baigné de tous côtés.
Πρῶτον δὲ Κυθήροισιν ζαθέοισιν
ἔπλητ', ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον
ἵκετο Κύπρον.
Hésiode, Théogonie, 173
*περισαίνω,
seul. poét.
περισσαίνω,
caresser de la queue comme les chiens.
Οὐδ' οἵ γ' ὡρμήθησαν ἐπ'
ἀνδράσιν, ἀλλ' ἄρα τοί γε
οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες
ἀνέσταν.
Homère, Odyssée, X, 208
περισαίω, épq.
περισσαίω,
agiter autour; d'où au pass. être agité autour, flotter
autour, en parl. d'un panache.
περισαλπίζω (f.
περισαλπίσω,
ao.
περιεσάλπισα, pf. inus.; pass. ao.
περιεσαλπίγχθην, pf.
περισεσάλπισμαι) retentir du son des
trompettes.
περισβέννυμι, éteindre tout autour.
περισείω (3 pl. impf pass. épq.
περισσείοντο)
agiter tout autour, secouer de tous côtés.
Καλαὶ δὲ
περισσείοντο
ἔθειραι
χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς.
Homère, Iliade, XXII, 289
περίσεπτος, ος,
ον, vénéré.
Εὐφαμεῖτε δέ, χωρῖται,
γᾶς ὑπὸ κεύθεσιν ὠγυγίοισιν,
καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπτα
τυχοῦσαι,
εὐφαμεῖτε δὲ πανδαμεί.
Eschyle, Euménides, 1035
περισθενέω (part. prés.
περισθενέων)
avoir une force supérieure, irrésistible.
Ὦ φίλ', ἐγὼ μὲν ὅδ' εἰμί, σὺ δ'
ἴσχεο εἰπὲ δὲ πατρὶ
μή με περισθενέων
δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ,
ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον
κτήματ' ἐνὶ μεγάροις, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.
Homère, Odyssée, XXII, 330
περισκελής, ής,
ές : 1 très sec,
dur Il 2 fig. sec, dur, endurci, opiniâtre.
Κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ'
ἁλίσκεται
χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς
φρένες.
Sophocle, Ajax, 649
περισκελίς, ίδος (ἡ)
sorte de caleçon ou de pantalon.
περισκέπτομαι,
regarder autour de soi, examiner avec soin, acc. ; part.
περιεσκεμμένος, η, ον, circonspect, prudent.
περίσκεπτος, ος,
ον, visible de
tous côtés, d'où élevé ou en plaine.
Τηλέμαχος δ', ὅθι οἱ θάλαμος
περικαλλέος αὐλῆς
ὑψηλὸς δέδμητο περισκέπτῳ
ἐνὶ χώρῳ,
ἔνθ' ἔβη εἰς εὐνὴν πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων.
Homère, Odyssée, I, 421
περισκιάζω, couvrir d'ombre tout autour, de
tous côtés.
Ἡ γὰρ ἄτακτος ἀνάμιξις ἐν ταὐτῷ
μετὰ φόβου καὶ ἀγνοίας, καὶ τὸ τῆς ὄψεως ἄπιστον ἐν νυκτὶ μήτε
σκότος ἄκρατον μήτε φῶς ἐχούσῃ βέβαιον, ἀλλ' οἵαν εἰκὸς ἤδη
καταφερομένης σελήνης καὶ
περισκιαζομένης ὅπλοις πολλοῖς καὶ
σώμασι κινουμένοις διὰ τοῦ φωτὸς μὴ διασαφοῦσαν τὰ εἴδη φόβῳ τοῦ
πολεμίου.
Plutarque, Nicias, XXI, 7
περισκιασμός,
ου (ὁ)
l'ombre ou l'ombrage tout autour.
περισκιρτάω-ῶ,
bondir tout autour, acc.
περισκοπέω-ῶ
: 1 regarder tout autour, de tous les côtés II 2 regarder
attentivement, observer, examiner, acc. Il Moy.
observer, examiner, acc.
Καὶ αὐτοῖς σκεπτομένοις ὁρμὴ
μὲν ἦν ἀμύνειν τῷ Καίσαρι τοιάδε παθόντι, τὴν δὲ βουλὴν πρὸς τῶν
ἀνδροφόνων ἐσομένην ἐδεδοίκεσαν καὶ τὸ μέλλον ἔτι
περιεσκόπουν.
Appien, Guerres civiles, II, 17, 118.
περισκυλακισμος, οῦ (ὁ)
l'immolation d'un chien comme victime expiatoire.
περισμαραγέω-ῶ,
faire retentir tout autour: au pass. retentir de, dat.
περισοβέω-ῶ,
agiter tout autour, d'où faire circuler ; au pass.
circuler.
Εἶτα δέομαι πτερὰ λαβὼν
κύκλῳ περισοβεῖν
τὰς πόλεις καλούμενος.
Aristophane, Oiseaux, 1425
περισπασμός, οῦ (ὁ)1
la conversion à droite ou à gauche, t. de tact. Il 2
fig. le tiraillement, l'embarras des affaires, l'affaire
gênante.
περισπάω-ῶ
: 1 ôter en tirant autour de soi :
ξίφος,
EUR. une épée Il 2 tirer ou entraîner
d'un autre côté :
τινα,
qqn (l'ennemi); fig. distraire l'attention, occuper par une
diversion ou une distraction, acc. Il 3 t. de gr.
tirer en sens contraire, d'où :
περισπᾶν
συλλαβήν, PLUT. prononcer une syllabe avec
l'accent circonflexe Il Moy. 1 ôter d'autour de :
τιάραν,
XEN. ôter la tiare de sa tête Il 2 tourner autour de soi (ses
regards), acc.
περισπεῖν, v.
περιέπω.
περισπειράω-ῶ,
rouler ou entortiller autour :
τί τινι,
une chose autour d'une autre; au pass. se rouler autour de,
entourer de ses replis, dat. Il Moy. s'enrouler autour de,
entourer, dat.
περισπερχέω (part. prés.
περισπερχέων)
être fort agité, très ému de, dat.
περισπερχής, ής,
ές : 1 pressant,
qui ne laisse pas de repos, ou. sel. d'autres, qui se
précipite, impétueux lI 2 emporté, irascible.
περισπούδαστος, ος,
ον, recherché
avec empressement.
περισσαίνω, v.
περισαίνω.
περισσαίω, v.
περισαίω.
περισσάκις,
att.
περιττάκις,
adv. un nombre de fois impair.
περισσείοντο, v.
περισείω.
περίσσευμα, att.
περίττευμα, ατος (τὸ)
l'excrément.
περισσεύω, att.
περιττευω
(impf.
ἐπερισσευον,
ao.
ἐπερισσευσα,
pf. inus.) : I intr. 1 être en plus, être plus nombreux,
d'où déborder (les ailes d'une armée) gén. Il 2 être
de trop, être superflu, surabondant ; abs.
περισσεύει,
il y a en surcroît :
τοσοῦτον τῷ
Περικλεῖ ἐπερίσσευεν,
THC. Périclès avait un tel surcroît de crédit (ou sel. d'autres,
une telle surabondance de ressources) Il II tr.
fournir en abondance, d'où multiplier, acc.
περισσολογία,
att.
περιττολογία,
ας (ἡ)
la redondance, la verbosité.
περισσός, att.
περιττός, ή,
όν : A qui
dépasse la mesure, d'où : I extraordinaire en
grandeur, en grosseur, en beauté, c. à d. : 1 magnifique,
remarquable :
ἀνήρ,
EUR. homme supérieur;
τινι, ἔν τινι,
PLUT. remarquable, distingué en qqe ch. Il 2 en parl. de choses
: important, considérable, extraordinaire :
λόγος
περισσός, SOPH. langage qui mérite une
attention particulière II Il démesurément grand ou
nombreux, d'où : 1 démesuré, excessif :
τινὸς
περισσὸς πρὸς τὸ ἄχος, SOPH. qui s'abandonne
avec moins de retenue que qqn à sa douleur;
ἀκριβὴς καὶ
περιττὸς τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν, PLUT.
consciencieux à l'excès pour les soins du corps Il 2 superflu ;
τὰ περιττά,
XÉN. le superflu ;
τὰ περιττὰ
τῶν ἀκρούντων, XÉN. ou
τῶν ἱκανῶν,
XEN, plus que nécessaire, plus que suffisant Il 3 p. suite,
inutile, vain Il 4 plus qu'on n'a coutume, extraordinairement.:
περιττότερον τῶν ἄλλων, PLAT. au delà de ce
que font les autres, plus que les autres, autrement que les autres
Il III au mor. excessif dans ses sentiments, ses
passions, d'où : 1 mauvais à l'excès, dur à l'excès II 2
orgueilleux, présomptueux II 3 en parl. de l'habillement et de la
parure, surchargé, recherché, maniéré Il B qui dépasse la
quantité, qui est en surplus, qui reste, de reste; t. milit.
τὸ
περριττόν, XEN.
τὰ περιττά
ou οἱ
περιττοί, XEN. l'excédent des forces;
p. suite, inégal en nombre, en nombre inégal II Cp.
περισσότερος .
περισσοτέρως, cp. de
περισσῶς.
περισσότης, att .
περιττότης, ητος (ἡ)
l'excès, particul. l'excès de recherche, le luxe, la
somptuosité .
περισσόφρων, ων,
ον, gén.
ονος,
d'une prudence remarquable.
περίσσωμα, att.
περίττωνα, ατος (τὸ)
le résidu de la nourriture, l'excrément; fig. le rebut de la
populace.
περισσῶς, att.
περιττῶς,
adv. I au delà de la mesure, supérieurement, à un plus
haut degré II II p. suite : 1 magnifiquement II 2
singulièrement II (Cp.
περισσοτέρως,
att.
περιττοτέρως,
ou
περισσότερον.
περιστάδον, adv. en se tenant tout
autour.
περιστάθη, 3 sg. ao. pass. poét. de
περιίστημι.
περισταῖεν, 3 pl. opt. ao. 2 poét. de
περιίστημι.
περίστασις, εως (ἡ)
les circonstances dans lesquelles on se trouve, l'état, la
situation; particul. les circonstances fâcheuses, les
difficultés, les embarras, la vicissitude des événements, t.
stoïc.
περιστατικός, ή,
όν, qui concerne
les circonstances :
τὰ
περιστατικα πράγματα, PLUT. les circonstances.
περίττατος, ος,
ον, autour de qui
l'on se tient, qui attire la foule autour de soi, entouré.
περισταυρόω-ῶ,
entourer de pieux ou d'une palissade, acc. Il Moy.
m. sign.
περιστείχω, aller
autour de, acc.
περιστείωσι , 3 pl. épq. sbj. ao. 2
art. de
περιίστημι.
περιστέλλω, envelopper, d'où : 1 vêtir :
τινί τινα,
vêtir qqn de qqe ch.; parlicul. ensevelir, acc. Il 2
envelopper pour protéger; fig. entourer de soins :
τινά, qqn; avec un reg. de chose
:
τάφον, SOPH. avoir soin d'un tombeau;
σφαγέα,
SOPH. disposer une épée; p. suite, respecter, observer,
acc. Il 3 envelopper pour cacher, cacher; fig. couvrir,
dissimuler, acc.
περιστενάζομαι, retentir de gémissements.
περιστεναχίζομαι, retentir tout autour, de
tous côtés.
περιστένω (seul. prés.) 1 comprimer;
au pass. être comprimé, serré tout autour, c. à d. être
gorgé de nourriture Il 2 déplorer.
περιστερά, ᾶς (ἡ)
la colombe, le pigeon.
περιστερός, οῦ (ὁ)
le pigeon mâle.
περιστερών, ῶνος (ὁ)
1 le colombier, le pigeonnier II 2 la
verveine, plante.
περιστεφανόω-ῶ,
ceindre, entourer.
περιστεφής, ής,
ές, couronné.
περιστέφω, couronner, envelopper.
περιστήωσι, 3 pl. épq. sbj. ao. 2 act. de
περιίστημι.
περιστίζω, pointiller, tacheter, d'où
tapisser, garnir :
τοῖς μαζοῖς
τὸ τεῖχος, HDT. tapisser un mur de mamelles
coupées.
περιστίλβω, briller autour.
περιστίξαι, inf. ao. de
περιστίζω
ou de
περιστίχω.
περιστιχίζω, c.
περιστοιχίζω.
περιστίχω, ranger tout autour.
περιστοιχίζω, tendre des filets tout autour,
d'où envelopper.
περιστολή, ῆς (ἡ)
l'action d'envelopper.
περιστόμιος, α,
ον, qui entoure
la bouche ;
τὸ
περιστόμιον, la têtière d'un joueur de flûte.
περιστρατοπεδεύω, asseoir son camp autour,
d'ou assiéger, investir Il Moy. m sign.
περιστρέφω : 1 faire tourner autour, acc.;
τὼ χεῖρε,
LYS. lier les mains derrière le dos; au pass.
περιστρέφεσθαι, tourner autour de, dat.;
fig.
κύκλον,
PLUT. accomplir sa révolution circulaire, en parl. du soleil
II 2 faire faire un détour, faire retourner (un cheval) II 3
renverser (un vase).
περιστροφη, ῆς (ἡ)
la circonvolution.
περιστρωφάω-ῶ,
au moy. parcourir, acc. .
περίστυλος, ος,
ον, entouré de
colonnes, d'une galerie; subs.
τὸ περίστυλον,
ou
ὁ περίστυλος, ἡ
περίστυλος la galerie ou colonnade
autour d'un temple, d'une cour ou d'un édifice en gén.
περιστύφω, faire sécher en condensant,
condenser.
περισυλάω-ῶ,
dépouiller entièrement.
περισύρω, traîner ou tirailler autour
ou en tous sens.
περισφαλής, ής,
ές, glissant tout
autour.
περισφύριος, ος,
ον, qui entoure
la cheville; subst.
τὸ
περισφύριον, l'ornement autour de la cheville
ou de la chaussure des femmes.
περίσχεο, 2 sg. impér. ao. 2 moy. de
περιέχω.
περισχίζω, fendre ou déchirer tout
autour :
ἐσθῆτα, PLUT. un
vêtement II Moy. se séparer, se diviser :
χῶρον,
HDT. autour d'un pays, d'un territoire, en part. d'un fleuve qui
se divise en deux bras ; p. ext. se séparer, se partager.
περσισχισμός, οῦ (ὁ)
la séparation, la division, le partage.
περισχοίνισμα, ατος (τὸ)
l'enceinte réservée entourée d'une corde.
περισῴζω, sauver la vie de, assurer le salut
de, acc. ll Moy. sauver sa vie en s'échappant.
περισωρεύω, amonceler autour ou dans :
τινί
τι, ARSTT.
entasser une chose autour d'une autre.
περιτάμνω, ion. c.
περιτέμνω.
περίτασις, εως (ἡ)
l'action de tendre autour.
περιταφρεύω, entourer d'un fossé, acc.
περιτείνω (pass. ao.
περιετάθην,
pf.
περιτέταμαι)
tendre tout autour, acc.:
τι περί τι,
ou τί
τινι, tendre une chose autour d'une
autre.
Σμησάμενοι τὰς κεφαλὰς καὶ
ἐκπλυνάμενοι ποιεῦσι περὶ τὸ σῶμα τάδε ἐπεὰν ξύλα στήσωσι τρία ἐς
ἄλληλα κεκλιμένα, περὶ ταῦτα πίλους εἰρινέους
περιτείνουσι,
συμφράξαντες δὲ ὡς μάλιστα λίθους ἐκ πυρὸς διαφανέας ἐσβάλλουσι ἐς
σκάφην κειμένην ἐν μέσῳ τῶν ξύλων τε καὶ τῶν πίλων.
Hérodote, IV, 73, 2
περιτειχίζω 1 élever un mur autour, entourer d
un mur pour investir Il 2 construire autour.
Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ καὶ
τούτου διήμαρτον, μέρος μέν τι καταλιπόντες τοῦ στρατοῦ, τὸ δὲ πλέον
ἀφέντες περιετείχιζον
τὴν πόλιν κύκλῳ, διελόμενοι κατὰ πόλεις τὸ χωρίον·
Thucydide, II, 78, 1
περιτείχισις, εως (ἡ)
l'action d'entourer de fortifications.
Μετὰ δὲ τοῦτο οἱ Πελοποννήσιοι,
ὡς αἵ τε μηχαναὶ οὐδὲν ὠφέλουν καὶ τῷ χώματι τὸ ἀντιτείχισμα
ἐγίγνετο, νομίσαντες ἄπορον εἶναι ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἑλεῖν τὴν
πόλιν πρὸς τὴν περιτείχισιν
παρεσκευάζοντο.
Thucydide, II, 77, 1
περιτείχισμα, ατος (τὸ)
l'enceinte de fortifications.
Ὑπερορώμενος δ' ὑπ' αὐτοῦ
διακινδυνεύειν τε ἔγνω καί, παρόντων οἱ τῶν ἱππέων ἤδη, ὤσατο παντὶ
τῷ στρατῷ διὰ τοῦ περιτειχίσματος
καὶ ἔφυγεν ἐπὶ Βρεντέσιον, Κράσσου διώκοντος.
Appien, Guerres civiles, I, 14, 120
περιτειχισμός, οῦ (ὁ)
c.
περιτείχισις.
Προσβαλόντες δ' αὐτῷ κατὰ κράτος οἱ Ἀθηναῖοι καὶ μάχῃ ἐκκρούσαντες
τοὺς ἐπόντας ἐστρατοπεδεύσαντό τε καὶ ἐς τὸν
περιτειχισμὸν
τροπαῖον στήσαντες παρεσκευάζοντο.
Thucidyde, IV, 131, 2
περιτέλλω (seul. prés.), au moy.
accomplir sa révolution, en parl. du temps.
Ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι
ἐξετελεῦντο
ἂψ περιτελλομένου
ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καὶ τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη,
θέσφατα πάντ' εἰπόντα·
Homère, Odyssée, XI, 271
περιτέμνω
(f.
περιτεμῶ,
ao 2
περιέταμον)
couper tout autour, c. à d. : 1 tailler tout autour, acc.
Il 2 couper les extrémités (oreilles, nez, etc); particul.
circoncire, acc. Il 3 cerner et intercepter; d'où
enlever, dépouiller; au pass.
γῆν
περιτάμνεσθαι (ion.),
HDT. être volé d'un morceau de terre Il Moy. 1 se faire
circoncire, acc. Il 2 enlever ou ravir pour soi,
acc.
περιτέχνησις, εως (ἡ)
l'invention ingénieuse, la ruse.
Ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν πόλεων,
καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που πύστει τῶν προγενομένων πολὺ ἐπέφερε τὴν
ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς διανοίας τῶν τ' ἐπιχειρήσεων
περιτεχνήσει καὶ
τῶν τιμωριῶν ἀτοπίᾳ.
Thucydide, III, 82, 3
περίτηγμα, ατος (τὸ)
la scorie, d'où la matière de rebut, le rebut.
περιτήκω (au pf.
περιτέτηκα
et au pass.) se fondre tout autour.
περιτίθημι (ao,
περιέθηκα,
etc.) mettre autour, appliquer, attribuer:
τί τινι,
qqe, ch. à qqn Il Moy. mettre sur soi tout autour (du corps,
de la tête) :
τι,
se ceindre ou se revêtir de qqe ch. (une couronne, un collier,
etc.).
Κατάθου ταχέως τὸν στέφανον,
ἵν' ἐγὼ τουτῳὶ
αὐτὸν περιθῶ.
Aristophane, Cavaliers, 1227
περιτίλλω : 1 éplucher tout autour, acc.
Il Il 2 p. ext. couper ou arracher tout autour.
Ἕλληνες μὲν δὴ διὰ τοῦτο τὸ
ἔπος φασὶ αὐτὴν ἀπολέσθαι ὑπὸ Καμβύσεω, Αἰγύπτιοι δὲ ὡς τραπέζῃ
παρακατημένων λαβοῦσαν θρίδακα τὴν γυναῖκα περιτῖλαι καὶ
ἐπανειρέσθαι τὸν ἄνδρα κότερον
περιτετιλμένη ἡ θρίδαξ ἢ δασέα εἴη
καλλίων, καὶ τὸν φάναι δασέαν, τὴν δ' εἰπεῖν ταύτην μέντοι κοτὲ σὺ
τὴν θρίδακα ἐμιμήσαο τὸν Κύρου οἶκον ἀποψιλώσας.
Hérodote, III, 32, 3
περίτμημα, ατος (τὸ)
le morceau coupé tout autour, la coupure, le fragment.
περίτρανος, ος,
ον, qui a le son
très clair, clair, très net.
περιτραχήλιον, ου (τὸ)
le collier.
περιτρέπω, faire tourner tout autour, d'où
: 1 retourner :
τινά,
qqn;
ναῦν, LUC. faire chavirer un navire; fig.
renverser, précipiter :
λόγον,
PLAT. renverser, réduire à néant, déjouer un argument;
τὸ παράδειγμα
περιτέτραπται, LUC. l'exemple n'est bon à
rien, ne convient pas Il 2 retourner, mettre à l'envers Il 3
rnettre, rejeter sur le compte de :
τὴν αἰτιαν
εἴς τινα, LYS. rejeter l'accusation sur qqn.
Ὠγαθέ, ἔφη ὁ Σωκράτης, μὴ μέγα
λέγε, μή τις ἡμῖν βασκανία περιτρέψῃ
τὸν λόγον τὸν μέλλοντα ἔσεσθαι.
Platon, Phédon, 95
περιτρέφω (pf. pass.
περιτέθραμμαι)
nourrir de façon à arrondir; d'où au pass. devenir épais, se
condenser autour de, dat.
Ὡς δ' ὅτ' ὀπὸς γάλα λευκὸν
ἐπειγόμενος συνέπηξεν
ὑγρὸν ἐόν, μάλα δ' ὦκα περιτρέφεται
κυκόωντι,
ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα.
Homère, Iliade, V, 899
περιτρέχω (ao. 2 poét.
περίδραμον)
courir autour de, acc.
Ἄγε νυν σὺ μὲν βάδιζε πρὸς τὸν
ἀέρα
καὶ τοῖσι τειχίζουσι παραδιακόνει,
χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀποδὺς ὄργασον,
λεκάνην ἀνένεγκε, κατάπεσ' ἀπὸ τῆς κλίμακος,
φύλακας κατάστησαι, τὸ πῦρ ἔγκρυπτ' ἀεί,
κωδωνοφορῶν περίτρεχε
καὶ κάθευδ' ἐκεῖ·
Aristophane, Oiseaux, 838
περιτρέω-ῶ
(ao. 3 pl. épq.
περίτρεσαν)
s'enfuir en tremblant.
Ὃ δ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν
ἔβλητ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἄκοντι,
κὰδ δ' ἔπεσεν, λαοὶ δὲ περίτρεσαν
ἀγροιῶται.
Homère, Iliade, XII, 655
περίτριμμα, ατος (τὸ)
la chose usée tout autour; fig.
ἀγορᾶς,
DEM. pilier de place publique, en parl. d'un flâneur ou d'un
intrigant.
Νῦν οὖν ἀτεχνῶς ὅ τι βούλονται
τουτὶ τοὐμὸν σῶμ' αὐτοῖσιν
παρέχω, τύπτειν πεινῆν διψῆν
αὐχμεῖν ῥιγῶν ἀσκὸν δείρειν,
εἴπερ τὰ χρέα διαφευξοῦμαι,
τοῖς τ' ἀνθρώποις εἶναι δόξω
θρασὺς εὔγλωττος τολμηρὸς ἴτης
βδελυρὸς ψευδῶν συγκολλητὴς
εὑρησιεπὴς περίτριμμα
δικῶν
κύρβις κρόταλον κίναδος τρύμη
μάσθλης εἴρων γλοιὸς ἀλαζὼν
κέντρων μιαρὸς στρόφις ἀργαλέος
ματιολοιχός·
Aristophane, Nuées, 440
περιτρομέω-ῶ, c.
περιτρέμω II
Moy. (impf. 3 pl. épq.
περιτρομέοντο)
m. sign.
Σάρκες δὲ
περιτρομέοντο
μέλεσσιν.
Homère, Odyssée, XVIII, 50
περιτροπέω-ῶ
(seul. part. prés.
περιτροπέων)
1 tourner tout autour, accomplir sa révolution, en part. du temps
II 2 tourner en tous sens ou à travers, parcourir.
Καρπαλίμως δὲ τὰ μῆλα
ταναύποδα, πίονα δημῷ,
πολλὰ περιτροπέοντες
ἐλαύνομεν, ὄφρ' ἐπὶ νῆα
ἱκόμεθ'.
Homère, Odyssée, IX, 461
περιτροπή, ῆς
(ἡ) 1 le retour
périodique ou par alternance;
ἐν περιτροπῄ,
à tour de rôle, successivement II 2 l'action de renverser en faisant
tourner.
Κοὐ μόνον φυτοῖς ἐγγείοις, ἀλλὰ
καὶ ἐν ἐπιγείοις ζῴοις φορὰ καὶ ἀφορία ψυχῆς τε καὶ σωμάτων
γίγνονται, ὅταν περιτροπαὶ
ἑκάστοις κύκλων περιφορὰς συνάπτωσι, βραχυβίοις μὲν βραχυπόρους,
ἐναντίοις δὲ ἐναντίας.
Platon, République, VIII, 546
περίτροπος, ος,
ον, qui tourne
autour, circulaire.
Ἔστι δέ τις πιθανωτέρα δόξα
ταύτης, εἰρηκότων ἐνίων ὡς οἱ διᾴττοντες ἀστέρες οὐ ῥύσις εἰσὶν οὐδ'
ἐπινέμησις αἰθερίου πυρὸς ἐν ἀέρι κατασβεννυμένου περὶ τὴν ἔξαψιν
αὐτήν, οὐδὲ ἀέρος εἰς τὴν ἄνω χώραν πλήθει λυθέντος ἔκπρησις καὶ
ἀνάφλεξις, ῥῖψις δὲ καὶ πτῶσις οὐρανίων σωμάτων οἷον ἐνδόσει τινὶ
τόνου καὶ περιτρόπου
κινήσεως ἐκπαλῶν φερομένων οὐ πρὸς τὸν οἰκούμενον τόπον τῆς γῆς,
ἀλλὰ τῶν πλείστων ἐκτὸς εἰς τὴν μεγάλην ἐκπιπτόντων θάλατταν·
Plutarque, Lys. XII, 2
περιτρόχαλος, ος,
ον, qui tourne en
rond ;
περιτρόχαλα
κείρεσθαι, HDT. se faire couper les cheveux en
rond.
Κείρονται δὲ
περιτρόχαλα,
ὑποξυρῶντες τοὺς κροτάφους.
Hérodote, III, 8, 3
περίτροχος,
ος, ον, qui tourne tout
autour, d'où circulaire, rond.
Κτοῖο δ' ἄνευθεν ἐόντος
ὁμοκλητῆρος ἀκούσας
ἔγνω, φράσσατο δ' ἵππον ἀριπρεπέα προὔχοντα,
ὃς τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν, ἐν δὲ μετώπῳ
λευκὸν σῆμα τέτυκτο περίτροχον
ἠύτε μήνη.
Homère, Iliade, XXIII, 429
περιτρώγω (ao. 2
περιέτραγον,
etc.) ronger tout autour, acc.
Σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς
τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων.
Aristophane, Guêpes, 672
περιττάκις, v.
περισσάκις.
περίττευμα, v.
περίσσευμα.
περιττεύω, v. περισσεύω.
περιτυγχάνω (ao. 2
περιέτυχον,
etc.) rencontrer par hasard, dat.: avec un suj. de
chose, tomber sur, arriver à, en parl. d'événements,
dat.
περιτυμπανίζω, battre du tambour autour de,
assourdir du bruit du tambour, acc.
περιυβρίζω, traiter indignement, outrager
grossièrement.
περιφαγεῖν, inf. ao.2 de
περιεσθίω
περιφαίνω,
montrer tout autour; au pass. : 1 être apparent ou
visible de tous les côtés :
ἐν
περιφαινομένῳ, OD. dans un lieu découvert et
visible de toutes parts II 2 être éclairé et lumineux de toutes
parts.
περιφάνεια, ας (ἡ)
1 la connaissance parfaite (d'un pays, d'une
affaire) Il 2 l'apparence superficielle.
περιφανής, ής,
ές : 1 visible
tout autour, de tous les côtés II 2 évident, manifeste Il 3 connu de
tous : περιφανὲς
ὡς,
XEN. il est clair pour tout le monde que, etc. Il Cp.
περφανέστερος,
sup.
περιφανέστατος.
περίφαντος, ος,
ον : 1 visible à
tous II 2 connu de tous, célèbre.
περιφανῶς, adv. 1 d'une manière
éclatante, manifestement, publiquement II 2 p. suite, avec
éclat, excellemment, parfaitement II Cp.
περιφανέστερον
περιφάγγεια, ας (ἡ)
l'éclat tout autour, le rayonnernent.
περιφερής, ής,
ές : 1 qui se
meut circulairement, qui tourne, qui roule, en part. des yeux
II 2 pass. arrondi, rond.
περιφέρω (f.
περιοίσω, ao. 1
περιήνεγκα,
etc.) 1 porter tout autour :
τὸ τεῖχος,
HDT. porter autour du mur; particul. faire circuler, faire
passer à la ronde; au pass.
περιφέρεσθαι,
être porté tout autour, circuler; particul. accomplir sa
révolution, en parl. des astres, du ciel, etc. II 2 faire
circuler un bruit, un mot ; p. suite, divulguer, faire
connaître; d'où au pass. se répandre, circuler II 3 amener
par un circuit :
εἰς ἑαυτὸν τὰς
Ἀθήνας, PLUT. amener Athènes en son
pouvoir, soumettre Athènes Il 4 ramener par un retour en arrière,
reporter vers le passé; avec un inf. :
οὔτε με
περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τουτέων, HDT. il ne me
revient pas à l'esprit que je sache rien de ces choses Il 5 amener à
terme, d'où abs. tenir bon Il 6 porter hors du droit chemin,
égarer, acc. ;
περιφέρειν
εἴς τι, PLUT. conduire à qqe ch. de mauvais.
περιφεύγω, parvenir à fuir, à échapper à,
acc.
περιφθείρομαι, se consumer, dépérir.
περιφλεγής, ής,
ές, au sup.
περιφλεγέστατος, ardent.
περιφλέγω 1 tr. enflammer tout autour,
acc. Il 2 intr. être ardent tout autour.
περιφλεγῶς, adv. ardemment.
περιφλεύω (pf. pass.
περιπέφλευσμαι) c.
περιφλέγω.
περίφοβος, ος,
ον, très effrayé.
περιφοβῶς, adv. avec effroi.
περιφοίτησις, εως (ἡ)
l'action de se promener ou de rôder tout autour.
περιφορά ῆς (ἡ)
I act. l'action de porter autour; particul. les
mets qu'on passe à la ronde, le service de la table II II
pass. le mouvement circulaire (du ciel, des astres); p. suite
: 1 la voûte du ciel Il 2 l'action d'aller et de venir, les
relations, le commerce de la vie.
περιφορέω, c.
περιφέρω.
περιφόρητος, ος,
ον : 1 qu'on peut
porter tout autour, portatif Il 2 dont le nom est répandu tout
autour, célèbre.
περίφορος, ου (ἡ)
le mouvement circulaire, la révolution d'un astre.
περιφραδέως, adv. habilement, avec art.
περιφραδής, ής,
ές, très habile,
prudent.
περιφράζω, exprimer par circonlocution ou
périphrase II Moy. examiner sous toutes les faces, d'où
méditer à, acc.
περίφρακτος, ος,
ον, entouré d'une
clôture ou d'une enceinte;
τὸ
περίφρακτον, l'enceinte
sacrée.
περίφρασις, εως (ἡ)
la périphrase. t. de rhét.
περιφράσσω,
entourer d'une barrière ou d'une enceinte.
περιφράττω,
entourer d'une barrière ou d'une enceinte.
περιφρονέω : 1 méditer sur tous les points
examiner à fond, acc. II 2 regarder de côté, dédaigner,
mépriser.
περιπρόνησις, εως (ἡ)
le dédain.
περιφρουρέω-ῶ,
entourer d'une garde, dat .
περίφρων, ων,
ον, gén.
ονος
: 1 très prudent, très sage Il 2 qui méprise ou dédaigne;
abs. fier, arrogant, présomptueux.
περιφυγή, ῆς (ἡ)
la place de refuge.
περιφύω (ao. 2
περιέφυν,
pf.
περιπέφυκα,
et moy.
περιφύομαι,
f.
περιφύσομαι,
ao. 2
περιεφύην)
1 naître ou croître autour Il 2 s'attacher autour comme une
plante parasite, tenir fortement à, dat. ; particul.
s'attacher à qqn, tenir embrassé, dat.
περιφωνέω-ῶ,
retentir tout autour.
περίφωρος, ος,
ον, pris sur le
fait, surpris, découvert.
περιφωτίζω, éclairer autour.
περιχαίνω (f.
περιχανοῦμαι,
pf.
περικέχηκα
au sens d'un prés.) ouvrir la bouche toute grande autour de,
d'où avaler gloutonnement, acc.
περιχαρακόω-ῶ,
entourer d'une palissade, fortifier.
περιχαρής, ής,
ές, très joyeux
ou joyeux à l'excès ; subst.
τὸ περιχαρές,
la joie extrême ou excessive .
περιχέω (pass. ao.
περιεχύθην,
pf.
περικέχυμαι)
répandre ou verser autour :
ἠέρα τινί,
OD. répandre une vapeur autour de qqn;
χρυσὸν κέρασι,
IL. dorer des cornes ; au pass. 1 se répandre autour de (en
parl. d'un liquide, d'une vapeur, etc.), d'où être arrosé
tout autour :
ἐλαίῳ,
LUC. d'huile; fig. en parl. du désir, se répandre
autour de, envahir, dat. Il 2 p. ext. se jeter au cou
de, embrasser, dat. Il Moy. (ao. inf.
περιχέασθαι,
part.
περιχεάμενος)
répandre pour soi tout autour :
χρυσὸν ἀργύρῳ,
OD. mettre de l'or autour de l'argent.
περιχορεύω, danser autour de, acc.
περίχριστος, ος,
ον, qu'on
applique sous forme d'enduit tout autour.
περιχρίω, enduire tout autour, acc.
περίχρυσος, ος,
ον, doré tout
autour, couvert d'une couche d'or.
περιχώομαι (ao. 3 sg. poét.
περιχώσατο)
être fortement irrité :
τινί τινος,
contre une personne au sujet d'une autre.
περιχωρέω-ῶ,
aboutir à, d'où échoir par ordre de succession, avec
ἐς
et l'acc.
περίχωρος,
ος, ον,
situé autour ou auprès, limitrophe;
οἱ
περίχωροι, les populations voisines.
περιψήχω, frotter ou essuyer tout
autour, étriller.
περιψιλόω-ῶ,
dépouiller tout autour, dénuder.
περιψορέω-ῶ,
faire du bruit autour, étourdir par le bruit.
περιψόφησις, εως (ἡ)
l'action de faire du bruit autour.
περίψυκτος, ος,
ον, refroidi tout
autour ou très froid.
περίψυξις, εως (ἡ)
le refroidissement à la surface ou aux extrémités.
περιωδευμένως, adv. par un long
circuit.
περιῳδέω-ῶ,
charmer par des chants magiques.
περιωδυνία, ας (ἡ)
la vive douleur.
περιώδυνος, ος,
ον, qui cause une
vive douleur.
περιωθέω-ῶ
(f
περιώσω,
ao.
περιῶσα;
ao. pass.
περιώσθην)
repousser tout autour, d'où refouler (l'air, la respiration,
etc.) acc. : fig. repousser, éloigner par un
refus, dédaigner, acc.
περιών, οῦσα,
όν, part.
prés. de
περίειμι
1 et qqf. de
περίειμι
2.
περιωπή, ῆς (ἡ)
1 le lieu d'où la vue s'étend alentour, le poste d'observation
(donjon, guérite, etc.);
ἐκ περιωπῆς
ὁρᾶν, LUC. voir de haut ou de loin Il 2
fig. la circonspection, la vigilance :
περιωπὴν
ποιεῖσθαι, THC. sauvegarder.
περιῶπται, 3 sg. p f. pass. de
περιοράω.
περιώσιος, ος,
ον, qui dépasse
la mesure, excessif, ou simpl. extrême, d'où très
fort, très puissant, très grand ; adv.
περιώσιον,
IL., OD. excessivement ou simpl. extrêmement.
περκάζω, devenir bleu foncé ou
commencer à noircir, c. à d. à mûrir, en parl de raisins,
etc.
περκνός, ή,
όν, noirâtre;
subst.
ὁ περκνός,
une sorte d'aigle.
Περκώσιος, ου,
adj. m. habitant ou originaire de Perkôté, ville de
Troade.
πέρνας,
part, prés. act. de
πέρνημι.
πέρνασκε, 3 sg. impf itér. de
πέρνημι.
πέρνημι(seul. prés. et impf. itér.)
exporter et vendre; au pass. être vendu :
κτήματα
περνάμενα, IL. denrées, marchandises.
περονάω-ῶ,
percer avec une pointe, acc. II Moy. agrafer sur soi,
acc.
περόνη, ης (ἡ)
I toute pointe qui traverse un objet,
particul. : 1 la pointe d'une agrafe ou l'ardillon
dans l'anneau d'une boucle ou d'une agrafe, d'où l'agrafe
II 2 une sorte de cheville pour fixer Il II p. anal.
le péroné, le plus mince des deux os de la jambe.
περινίς, ίδος (ἡ)
c.
περόνη.
περόωσι, 3 pl. prés. ind. épq. de
περάω
πέρπερος, ος,
ον, léger,
frivole, étourdi, indiscret.
Περσαί, ῶν (οἱ)
v.
Πέρσης.
Περσᾶν,
gén. pl. dor. de
Πέρσης.
περσέα, ας (ἡ)
un arbre à fruits égyptien, qqf. confondu à tort avec le pêcher.
Περσείδης, ου (ὁ)
le fils ou le descendant de Persée;
οἱ
Περσεῖδαι, les Perséides ou
descendants de Persée.
περσέπολις, εως (ἡ)
le destructeur de villes.
περσέπτολις, poét. c.
περσέπολις.
περσεύς, έως (ἡ)
une sorte de poisson de la mer Rouge.
Περσεύς, έως, épq.
ῆος (ὁ)
Persée : 1 fils de Zeus et de Danaé II 2 fils de Nestor
II 3 roi de Madédoine.
Περσέφασσα, att.
Περσέφαττα, ης (ἡ)
c.
Περσεφόνη.
Περσεφόνεια, ας (ἡ)
c.
Περσεφόνη.
Τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε
Περσεφόνεια,
οἴῳ πεπνῦσθαι, τοὶ δὲ σκιαὶ ἀίσσουσιν.
Homère, Odyssée, X, 475
Περσεφόνη, ης (ἡ)
Perséphonè (lat. Proserpina) fille de Zeus et de Déméter,
femme d'Hadès
Αὐτὰρ ὁ Δήμητρος πολυφόρβης ἐς
λέχος ἦλθεν,
ἣ τέκε Περσεφόνην
λευκώλενον, ἣν Ἀιδωνεὺς
ἥρπασε ἧς παρὰ μητρός·
Hésiode, Théogonie, 901
Περσηιάδης, gén. épq.
αο
(ὁ) ion.
c.
Περσείδης.
1
Πέρσης, ου
(ὁ) Persès,
fils de Persée, ancêtre des rois de Perse.
2
Πέρσης, ου,
adj. m. perse, persan;
οἱ Πέρσαι,
les Perses, les habitants de la Perse.
περσίζω, parler la langue persane.
Περσικός, ή,
όν : I
adj. de Perse, persan, persique;
Περσικῆ ὄρνις,
AR. l'oiseau de Perse, le coq Il II subst. 1
ἡ Περσική,
(s. e.
γῆ;)
la Perse II 2
τὸ Περσικόν
(s. e.
ἔθνος)
le peuple perse, le royaume de Perse; (s. e.
ἔθος)
les coutumes des Perses; (s. e.
ὄχρημα)
sorte de danse Il 3
τὰ Περσικά,
les écrit sur la Perse, l'histoire de Perse; ou les guerres
contre les Perses; ou les trésors des Perses.
Περσικῶς, adv. à la façon des Perses.
πέρσις, εως (ἡ)
la destruction d'une ville.
Περσίς, ίδος,
adj. f. de Perse, persan, persique;
Περσὶς χώρη,
HDT. ou simpl.
ἡ Περσίς,
la Perse (auj. Fars ou Farsistan);
ἡ
Περσίς (s. e.
γυνή),
la femme de Perse, la Persane.
Περσιστί, adv. en langue persane.
Οὔνομα δὲ τῷ δείπνῳ τούτῳ
Περσιστὶ
μὲν τυκτά, κατὰ δὲ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν τέλειον·
Hérodote, IX, 110, 2
Περσοκτόνος, ος,
ον, qui massacre
ou extermine les Perses.
Περσονομέομαι-οῦμαι,
vivre sous la domination des Perses.
Τοὶ δ' ἀνὰ γᾶν Ἀσίαν δὴν
οὐκέτι περσονομοῦνται,
οὐδ' ἔτι δασμοφοροῦσιν
δεσποσύνοισιν ἀνάγκαις,
οὐδ' ἐς γᾶν προπίτνοντες
ἅζονται·
Eschyle, Perses, 584
Περσονόμος, ος,
ον, qui commande
aux Perses.
Ὀτοτοῖ, βασιλεῦ, στρατιᾶς
ἀγαθῆς
καὶ περσονόμου
τιμῆς μεγάλης,
κόσμου τ' ἀνδρῶν,
οὓς νῦν δαίμων ἐπέκειρεν.
Eschyle, Perses, 909
πέρσω,
fut. de
πέρθω.
πέρυσι(ν),
adv.: 1 l'an passé II 2 p. ext. autrefois, auparavant.
Ἐὰν δὲ μὴ εἰσβάλωσι, μείναντες
ἐπὶ κυνὶ ἡμέρας δέκα ἐν Ἑλλησπόντῳ, ἐξελόμενοι ὅπου ἂν μὴ σῦλαι ὦσιν
Ἀθηναίοις, καὶ ἐντεῦθεν καταπλεύσαντες Ἀθήναζε τοὺς τόκους ἀποδόντων
τοὺς πέρυσι
γραφέντας εἰς τὴν συγγραφήν.
Démosthène, Discours, XXXV, 13
περυσινός, ή,
όν, de l'année
précédente.
Οἱ δὲ Ἕλληνες διαρπάζοντες τὰ
χωρία ηὕρισκον θησαυροὺς ἐν ταῖς οἰκίαις ἄρτων νενημένων
περυσινῶν, ὡς
ἔφασαν οἱ Μοσσύνοικοι, τὸν δὲ νέον σῖτον ξὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον·
Xénophon, Anabase, V, 4, 25
Περφερέες, έων (οἱ)
nom des cinq députés qui accompagnèrent à Délos les jeunes
Hyperboréennes.
I
περῶ,
εῖς, εῖ,
fut. de
πείρω.
2
περῶ, ᾷς,
ᾷ, contr. p.
περάω,
ou att. p.
περάσω,
fut. de
πιπράσκω.
I
περῶν, ῶσα,
ῶν, part.
prés. de
περάω.
2
περῶν, poét. p.
περάτων,
gén. pl. de
πέρας.
πέσε, 3 sg.
ao. 2 épq. de
πίπτω.
πεσέειν, inf. ao. 2 épq. de
πίπτω.
πέσημα, ατος (τὸ)
1 la chute II 2 le corps tombé.
πέσῃσι,
3 sg. sbj. ao. 2 épiq. de πίπτω.
πεσσευτικός, att.
πεττευτικός,
ή, όν, qui concerne le jeu
de trictrac.
Ἢ οὕτω ῥᾴδιον, ὥστε καὶ γεωργῶν
τις ἅμα πολεμικὸς ἔσται καὶ σκυτοτομῶν καὶ ἄλλην τέχνην ἡντινοῦν
ἐργαζόμενος, πεττευτικὸς
δὲ ἢ κυβευτικὸς ἱκανῶς οὐδ' ἂν εἷς γένοιτο μὴ αὐτὸ τοῦτο ἐκ παιδὸς
ἐπιτηδεύων, ἀλλὰ παρέργῳ χρώμενος;
Platon, République, II, 374
πεσσεύω, att.
πεττεύω,
jouer au trictrac.
Οἳ δ' ἀγορὴν δὲ
αὖτις ἐπεσσεύοντο
νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἠχῇ, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, σμαραγεῖ δέ τε πόντος.
Homère, Iliade, II, 188
πεσσός,
att.
πεττός, οῦ
(ὁ) le jeton,
sorte de petite pierre ovale en forme de gland pour le jeu de dès ou
de trictrac, d'ord. au plur. ; p. ext. l'endroit où l'ou
jouait au trictrac.
Ἓν μὲν τόδ' ἡμῖν ὥσπερ ἐν
πεσσοῖς
δίδως
κρεῖσσον·
Euripide, Suppliantes, 409
πέσσω, att.
πέττω
(f.
πέψω,
ao.
ἔπεψα,
pf. inus. ; pass. ao.
ἐπέφθην,
pf.
πέπεμμαι)
faire cuire, d'où : 1 faire cuire sur le feu; particul.
cuire au four, acc.; au pass.
τὰ πεττόμενα, la
pâtisserie Il 2 faire cuire au soleil, faire mûrir lI 3 p. ext.
échauffer, faire fermenter; fig. digérer en soi-même, c. à
d. renfermer, concentrer, nourrir (sa colère, sa douleur, etc.)
Il Moy. (ao.
ἐπεψάμην)
faire cuire pour soi, acc.
Εἴ μοι πορίσας ἄρτον τιν' εὖ
πεπεμμένον
δοίης καταφαγεῖν καὶ κρέας νεανικὸν
ὧν θύεθ' ὑμεῖς ἔνδον.
Aristophane, Plutus, 1136
πέσω, ῃς,
ῃ, subj. ao. 2 de
πίπτω,.
πέταλον, ου (τὸ)
1 la feuille de plante, de fleur, d'arbre, d'ord. au pl. Il 2
p. anal. la laine ou la plaque de métal;
πέταλα πύρινα,
PLUT. les plaques de feu, c. à d. les étoiles.
Ἔνθα δ' ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί,
νήπια τέκνα,
ὄζῳ ἐπ' ἀκροτάτῳ πετάλοις
ὑποπεπτηῶτες
ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν ἣ τέκε τέκνα·
Homère, Iliade, II, 301
πετάννυμι (f.
πετάσω,
att.
πετῶ,
ao.
ἐπέτασα,
pf. inus.; pass. ao.
ἐπετάσθην,
pf.
πεπέτασμαι
et
πέπταμαι) déployer, acc.:
χεῖρε,
déployer, ouvrir les deux bras;
τινί,
pour embrasser ou supplier qqn;
πύλαι
πεπταμέναι, IL. portes toutes grandes
ouvertes; fig.
θυμὸν πετάσαι,
OD. ouvrir, c. à d. épanouir son coeur en lui inspirant des
désirs ardents Il Moy. se déployer, se répandre.
Τῇ δ' ἄρ' ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ
γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,
μνηστήρεσσι φανῆναι, ὅπως πετάσειε
μάλιστα
θυμὸν μνηστήρων ἰδὲ τιμήεσσα γένοιτο
μᾶλλον πρὸς πόσιός τε καὶ υἱέος ἢ πάρος ἦεν.
Homère, Odyssée, XVIII, 124
πετάσαι, inf. ao. de
πετάννυμι.
πετασθείς, εῖσα,
έν, part. ao.
pass. de
πετάννυμι.
πέτασμα, ατος (τὸ)
l'étoffe déployée, le voile, le rideau.
Δμῳαί, τί μέλλεθ', αἷς
ἐπέσταλται τέλος
πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν;
Eschyle, Agamemnon, 887
πεταυρισμός, οῦ (ὁ)
la danse sur la corde, le voltige.
πέταυρον ou
πέτευρον, ου (το)
la perche ou la latte sur laquelle les poules se posent la
nuit, le perchoir, le juchoir.
Ἐπὶ δὲ τῆς κλίμακος ἄκρας
ὑπάρχει πέτευρον
ἠσφαλισμένον γέρροις τὰς τρεῖς ἐπιφανείας, ἐφ' οὗ τέτταρες ἄνδρες
ἐπιβεβηκότες ἀγωνίζονται, διαμαχόμενοι πρὸς τοὺς εἴργοντας ἀπὸ τῶν
ἐπάλξεων τὴν πρόσθεσιν τῆς σαμβύκης.
Polybe, VII, 4, 8
πετεηνός, ή,
όν : 1 qui peut
voler :
τὰ πετεηνά,
IL. les volatiles, les oiseaux II 2 qui est déjà en état de voler.
Οὕτω
πετηνῶν τόνδ' ὑπ'
οἰωνῶν δοκεῖ
ταφέντ' ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖν,
καὶ μήθ' ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματα
μήτ' ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν,
ἄτιμον εἶναι δ' ἐκφορᾶς φίλων ὕπο.
Eschyle, Sept contre Thèbes, 1011,
πετεινός, ή, όν, c. le préc.
πέτευρον, v.
πέταυρον.
Ἐπὶ δὲ τῆς κλίμακος ἄκρας
ὑπάρχει πέτευρον
ἠσφαλισμένον γέρροις τὰς τρεῖς ἐπιφανείας, ἐφ' οὗ τέτταρες ἄνδρες
ἐπιβεβηκότες ἀγωνίζονται, διαμαχόμενοι πρὸς τοὺς εἴργοντας ἀπὸ τῶν
ἐπάλξεων τὴν πρόσθεσιν τῆς σαμβύκης.
Polybe, VIII, 4, 8
πετηλίας καρκίνος (ὁ)
une sorte de crabe à pinces allongées.
Πετηλῖνος, η,
ον 1 de
Pétilla, ville de Lucanie Il 2
τὸ Πετηλῖνον
ἄλσος, le bois de Pétèlia, près de Rome
.
πέτηλον, ion. c.
πέταλον.
πετηνός, ή,
όν, c.
πετεινός.
πέτομαι (f. πτήσομαι,
ao. 2
ἐπτόμην,
d'où inf.
πτέσθαι,
postér.
ἔπτην,
d'où inf.
πτῆναι
et part.
πτάς,
pf. inus.) voler : 1 au propre, en parl. d'oiseaux ou
d'insectes ailés II 2 p. anal. en parl. de flèches, de
pierres lancées avec force ou d'hommes et d'animaux qui courent
rapidement Il 3 fig. être ballotté par l'espérance.
πέτρα, ας
(ἡ) : 1 le
rocher, la roche II 2 le rocher dans la mer ou sur le rivage,
l'écueil.
πετραῖος, α,
ον : I de
rocher, c. à d. : 1 produit par un rocher (ombre) Il 2 fait
d'un rocher (antre, grotte) Il II qui vit au milieu des
rochers.
περιαμπέχω
à
περιπλανής
πέτρη
à
πλαστός
|