lettre PI
π la
lettre pi
πᾷ, dor. c.
πῇ
πά, dor. c.
πή
παγά, dor. c.
πηγή
παγγενεῖ, adv. : avec tout le
peuple, en foule
παγείς (part. aor. 2. pass.),
πάγεν (3. pl. épq. ao. 2. pas. )
de πήγνυμι
παγετός οῦ
(ὁ) : la gelée, la glace
Ἡ μὲν γὰρ πάχνη τῇ αὑτῆς ἰσχύι
ἀντισπάσασα τὸ θερμὸν ἔχει ἐν ἑαυτῇ, ὁ δὲ
παγετὸς ἐπιπήξας.
Xénophon, Hal, 4, 1
παγετώδης, ης,
ες : glacé, gelé
Ὦ κοίλας πέτρας γύαλον
θερμὸν καὶ παγετῶδες,
ὥς σ' οὐκ ἔμελλον ἄρ', ὦ τάλας,
λείψειν οὐδέποτ', ἀλλά μοι καὶ θνῄσκοντι συνείσει.
Sophocle, Philoctète, 1082
πάγη, ης (ἡ)
: 1. le filet de chasse 2. le piège, la ruse
Τὸ μὲν ἂψ ἐπὶ γαίῃ
πρόσθεν Μηριόναο πάγη
ποδός·
Homère, Iliade, XXIII, 859
πάγιος, α,
ον : fixe, ferme, solide
Θεοὺς μὲν δή, Δία τε καὶ Ἥραν
καὶ τοὺς ἄλλους πάντας, ὅπῃ τις ἐθέλει, ταύτῃ κατὰ τὸν αὐτὸν τιθέσθω
νόμον καὶ πάγιον
ἐχέτω τοῦτον τὸν λόγον·
Platon, Epinomis, 984
παγις,
ίδος (ἡ) :
les rets, le filet
παγίως, adv. d'une manière fixe,
solidement, fermement
Καὶ γὰρ ἐκεῖνος ἔφη πάντων
εἶναι χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον, οὐδὲν ἕτερον λέγων ἢ τὸ δοκοῦν
ἑκάστῳτοῦτο καὶ εἶναι παγίως·
Aristote, Métaphysique, XI, 1062b
παγκαίνιστος, ος,
ον : entièrement renouvelé, toujours
nouveau
Κλυταιμήστρα τρέφουσα πολλῆς πορφύρας
ἰσάργυρον
κηκῖδα παγκαίνιστον,
εἱμάτων βαφάς. (Eschyle, Agamemnon, 944)
πάγκακος,
ος, ον :
1. funeste 2. très méchant
Ἀθηναῖος ὁ μὲν γὰρ δικαίως καὶ ἀδίκως
λαμβάνων καὶ μήτε δικαίως μήτε ἀδίκως ἀναλίσκων πλούσιος, ὅταν καὶ
φειδωλὸς ᾖ, ὁ δὲ πάγκακος,
ὡς τὰ πολλὰ ὢν ἄσωτος, μάλα πένης· (Platon, Lois, V, 743)
παγκάκως, adv. :
tout à fait mal, misérablement
πάγκαλος,
η ou ος,
ον : tout à fait beau
Ὡς δ' ἀπιὼν ἐγένετο ἐν Μήδοις,
συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ γαμεῖ τὴν Κυαξάρου θυγατέρα, ἧς ἔτι
καὶ νῦν λόγος ὡς παγκάλης
γενομένης. (Xénophon, Cyropédie, 8, V, 28)
πάγκαρπος,
ος, ον :
1. qui consiste en une affrande de toutes sortes de fruits
(sacrifice) 2. fécond, fertile, couvert de baies (laurier)
παγκευθής,
ής, ές :
qui cache tout
Αἰδωνεῦ Αἰδωνεῦ, λίσσωμαι
ἄπονα μήτ' ἐπὶ βαρυαχεῖ
ξένον ἐξανύσαι
μόρῳ τὰν παγκευθῆ
κάτω
νεκρῶν πλάκα καὶ Στύγιον δόμον.
(Sophocle, Oedipe à Colone, 1557)
πάγκλαυστος,
ος, ον :
1. tout à fait lamentable 2. qui pleure sans cesse
πάγκλαυτος, ος,
ον : tout à fait lamentable
Χορός ὡς καὶ σὺ
πάγκλαυτον αἰῶνα
κοινὸν εἵλου,
τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα, δύο φέρειν ἐν ἑνὶ λόγῳ,
σοφά τ' ἀρίστα τε παῖς κεκλῆσθαι.
(Sophocle, Electre, 1085)
παγκληρία,
ας (ἡ) :
l'héritage entier
Πρεσβύτης ὅστις σε γήμας ξένος
ἐπεισελθὼν πόλιν
καὶ δῶμα καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν,
ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος
λάθρα πέφηνεν·
(Euripide, Ion, 813)
πάγκοινος,
ος, ον :
commun à tous
παγκοίτης, dor.
παγκοίτας, α,
adj. qui endort toute chose
Ἀλλά μ' ὁ
παγκοίτας Ἅιδας
ζῶσαν ἄγει
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν, οὔθ' ὑμεναίων ἔγκληρον, οὔτ' ἐπινύμφειός
πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν, ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω.
(Sophocle, Antigone, 802)
παγκόνιτος,
ος, ον :
où l'on est couvert de poussière
Ἀλλ' ἐπὶ τάνδ' ἄρ' ἄκοιτιν
τίνες ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων,
τίνες πάμπληκτα παγκόνιτά
τ' ἐξῆλθον ἄεθλ' ἀγώνων;
(Sophocle, Trachiniennes, 503)
παγκρατης,
ής, ές :
1. tout-puissant 2. entièrement victorieux
Παγκρατὲς
Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος.
Eschyle, Sept contre Thèbes, 245
παγκρατιάζω ; s'exercer à la lutte du
pancrace
τούτους ἐπὶ τὸν ἀγῶνα ἐλθόντας τῶν
Ἰσθμίων παγκρατιάσοντας
ἐν παισί, τὸν δὲ αὐτῶν παλαίσοντα, ὑπὸ τῶν ἀνταγωνιστῶν, πρὶν ἢ ἐς
τὸν ἀγῶνα ἐσελθεῖν, ἀποπνιγῆναι σφᾶς ἢ καὶ ἄλλῳ τῷ τρόπῳ
διαχρησθῆναι·
(Strabon, V, 2, 4)
παγκρατιστής,
ου (ὁ) :
qui lutte ou s'exerce au pancrace
παγκρατιαστικός,
ή, όν :
qui lutte ou s'exerce
au pancrace
Ὁ γὰρ
δυνάμενος τὰ σκέλη ῥιπτεῖν πως καὶ κινεῖν ταχὺ καὶ πόρρω δρομικός, ὁ
δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός, ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ πυκτικός, ὁ
δ' ἀμφοτέροις τούτοις
παγκρατιαστικός,
ὁ δὲ πᾶσι πένταθλος.
(Aristote, Rhétorique, 1361b)
παγκράτιον, ου (τὸ)
: le pancrace (combat gymnique comprenant la lutte et le pugilat)
Ἠγωνίζοντο δὲ
παῖδες μὲν στάδιον τῶν αἰχμαλώτων οἱ πλεῖστοι, δόλιχον δὲ Κρῆτες
πλείους ἢ ἑξήκοντα ἔθεον, πάλην δὲ καὶ πυγμὴν καὶ
παγκράτιον
ἕτεροι, καὶ καλὴ θέα ἐγένετο· (Xénophon, Anabase, IV, 8, 27)
παγκρότως, adv. avec un grand bruit
παγκύνιον, ου
(τὸ) : sorte d'algue marine dont le
suc est mortel aux chiens de mer
πάγος, ου
(ὁ) ; 1. ce qui est fiché ou
comme fiché, la pointe de rocher, le rocher, la montagne, la
colline, le tertre 2. tout objet figé, durci, le glaçon, le morceau
de glace
Τοῦτο δ' ὅσοις τῶν θεσμοθετῶν
εἰς Ἄρειον πάγον
οὐχ οἷόν τ' ἐστὶν ἀνελθεῖν, παρέντες τὸ βιάζεσθαι στέργουσιν ταῖς
ὑμετέραις γνώσεσι.
Démosthène, Discours, XXVI, 5
παγχάλεπος, ος,
ον : tout à fait difficile
Τούτοιν δὲ τὸ μὲν οὐ πάνυ χαλεπόν,
τοῦ δὲ μὴ ἀδικεῖσθαι κτήσασθαι δύναμιν
παγχάλεπον,
καὶ οὐκ ἔστιν αὐτὸ τελέως σχεῖν ἄλλως ἢ τελέως γενόμενον ἀγαθόν·
(Platon, Lois, VIII, 829)
παγχαλέπως, adv. : très difficilement
παγχάλκεος, εος,
εον : tout en airain
πάγχαλκος, ος,
ον : tout en airain
Ἤδη δ' ἔκρυπτον σῶμα
παγχάλκοις
ὅπλοις
δισσοὶ γέροντος Οἰδίπου νεανίαι·
(Euripide, Phéniciennes,
1243)
πάγχρηστος, ος,
ον : tout à fait utile ou utile
à tout
Ἢ ποῖον ἄλλο κτῆμα οὕτω
πάγχρηστον;
(Xénophon, Mémorables, II, IV, 5)
πάγχριστος, ος,
ον : oint tout entier
Ὅθεν μόλοι πανίμερος,
τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ
συγκραθεὶς ἐπὶ προφάσει φάρους.
(Sophocle, Trachiniennes,
660)
παγχρύσεος,
ος, ον :
tout en or ou tout doré
Ἷξον δ' ἱερὸν πέδον, ᾧ ἔνι Λάδων
εἰσέτι που χθιζὸν παγχρύσεα
ῥύετο μῆλα
χώρῳ ἐν Ἄτλαντος, χθόνιος ὄφις·
(Apollonius de Rhodes,
Argonautiques, IV, 1396)
πάγχρυσος,
ος, ον :
tout en or ou tout doré
Δράκοντά θ', ὃς
πάγχρυσον
ἀμπέχων δέρος
σπείραις ἔσῳζε πολυπλόκοις ἄυπνος ὤν,
κτείνασ' ἀνέσχον σοὶ φάος σωτήριον.
(Euripide, Médée, 480)
πάγχυ, adv. :
tout à fait
Ἕκτορ νῦν δὴ
πάγχυ
λελασμένος εἰς ἐπικούρων,
οἳ σέθεν εἵνεκα τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
θυμὸν ἀποφθινύθουσι·
(Homère, Iliade, XVI, 508)
Πάδος,
ου (ὁ) :
le Pô
παθαίνω,
au moy. παθαίνομαι : éprouver
une affection vive, être vivement ému, se passionner, s'échauffer
παθέειν : inf. aor. 2. épq. de
πάσχω
πάθη, ης (ἡ)
: 1. l'état passif, ce qui arrive à quelqu'un 2. la souffrance, le
mal, la maladie, la douleur, l'affliction
πάθημα, ατος
(τὸ) : I. tout événement qui survient
et affecte le corps ou l'âme 1. la maladie 2. l'affliction,
le malheur 3. l'état du corps ou de l'âme soumis à ces
influences, la disposition physique ou morale, les passions
II. tout événement qui se produit en dehors de nous, l'événement,
l'accident
Ἆρ' οὖν οὐ τὸ μὲν κωλῦον τὰ τοιαῦτα
ἐγγίγνεται, ὅταν ἐγγένηται, ἐκ λογισμοῦ, τὰ δὲ ἄγοντα καὶ ἕλκοντα
διὰ παθημάτων
τε καὶ νοσημάτων παραγίγνεται;
(Platon, République, IV, 439)
πάθῃσθα : 2. sg. epq.
subj. ao. 2. de
πάσχω
παθητικός, ός,
όν : 1. accessible aux impressions extérieures, capable de se sentir
sensible 2. émouvant, propre à émouvoir, pathétique
Ἄμφω γὰρ ὀργιαστικὰ καὶ
παθητικά·
(Aristote, Métaphysiqye, V, 1202a)
παθητικῶς, adv. :
1. avec disposition à s'émouvoir, d'une manière pathétique 2. d'une
façon passive
παθητός, ή,
όν : accessible aux impressions
extérieures, impressionnable
Ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς ἀπὸ τοῦ θεοῦ
ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ,
οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γίνεσθαι καὶ
Μωυσῆς, εἰ παθητὸς
ὁ χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ
τε λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσιν.
(Nouveau Testament, Actes, 26, 22)
παθολογέω-ῶ : parler
ou traiter des affections, des maladies
πάθος, εος-ους
(τὸ) : I. ce qu'on éprouve 1.
l'épreuve, l'expérience 2. l'événement, la conjoncture, le triste
sort, l'infortune, le malheur II. l'état de l'âme agitée par des
circonstances extérieures, la disposition morale, la pitié, le
plaisir, l'amour, le chagrin, l'affliction, la tristesse III. en
philos, en log. et en sc. τὰ πάθη :
les événements, les changements qui se produisent dans les choses,
les propriétés des lignes géométriques en rhet : l'expression
passionnée, le pathétique
Εἰπὲ γάρ μοι, τοὺς εὖ
πράττοντας τοῖς κακῶς πράττουσιν οὐ τοὐναντίον ἡγῇ
πάθος πεπονθέναι;
Platon, Gorgias, 495
παιάν, άνος
(ὁ) : I Péan, chant solennel à
plusieurs voix, surtout en l'honneur d'Apollon, qqf. d'autres
divinités 1. le chant de plainte, le chant pour demander le
salut et la délivrance 2. le cantique funèbre 3. le chant de combat
4. le chant de joie, le chant de fête, le chant d'allégresse II. le
péan, pied de trois brèves et une longue diversement combinées
Παίαν, ᾶνος
(ὁ) : Péan, surnom d'Apollon
παιανίζω : chanter un péan
Οἱ δὲ Ἕλληνες
παιανίσαντες
ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ' αὐτούς·
(Xénophon, Anabase, IV, III, 31)
παιάων, dor. c.
παιήων
παιγνία, ας
(ἡ) : le jeu, l'amusement
παιγνιήμων, ων,
ον : qui aime la plaisanterie, enjoué
παίγνιον, ου
(τὸ) : I. ce qui sert à jouer : 1. le
jouet d'enfant 2. la comédie, la représentation scénique 3. la
poèsie légère, badine, le petit poème II. le jeu, la plaisanterie,
la raillerie
Θαῦμα μὲν ἕκαστον ἡμῶν
ἡγησώμεθα τῶν ζῴων θεῖον, εἴτε ὡς
παίγνιον ἐκείνων εἴτε ὡς σπουδῇ τινι
συνεστηκός·
Platon, Lois, I, 644
παιγνιώδης, ης,
ες : qui se fait par jeu
παιδαγωγεῖον, ου (τὸ)
: 1. l'antichambre d'une école 2. l'école
παιγαγωγέω-ῶ
(f. -ήσω, aor. inus.,
pf. πεπαιδαγώγηκα) : 1. diriger
ou instruire des enfants 2. diriger, gouverner (les désirs, les
passions, etc.)
Ἢ οὐ δοκεῖ δεήσειν
παιδαγωγῶν,
τιτθῶν, τροφῶν, κομμωτριῶν, κουρέων, καὶ αὖ ὀψοποιῶν τε καὶ
μαγείρων;
(Platon, République, II, 373)
παιδαγωγία,ας
(ἡ) : 1. la direction ou
l'éducation des enfants, l'éducation 2. le soin qu'on donne (à une
plante, à un malade)
Οὐκοῦν, ἦν δ' ἐγώ, ὦ Ἀδείμαντε, καὶ
τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτας κακῆς
παιδαγωγίας
τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι;
(Platon, République,
VI, 491)
παιδαγωγικός,
ή, όν : 1.
qui concerne l'éducation des enfants 2. ἡ
παιδαγωγική [τέχνη] ; l'art de
gouverner, de soigner
Οὔκ, εἴ γ' ἐννοεῖς, εἶπον, ὅτι τῇ
παιδαγωγικῇ
τῶν νοσημάτων ταύτῃ τῇ νῦν ἰατρικῇ πρὸ τοῦ Ἀσκληπιάδαι οὐκ ἐχρῶντο,
ὥς φασι, πρὶν Ἡρόδικον γενέσθαι·
(Platon, République, II,
406)
παιδαγωγικῶς, adv.
à la façon d'un précepteur
παιδαγωγός, οῦ
(ὁ) : 1. l'esclave chargé de conduire
les enfants à l'école 2. le gouverneur ou le précepteur d'un enfant
Καὶ ἄρχοντάς γέ που, ἦν δ' ἐγώ, οὐ
τοὺς φαυλοτάτους αὐτοῖς ἐπιστήσουσιν ἀλλὰ τοὺς ἐμπειρίᾳ τε καὶ
ἡλικίᾳ ἱκανοὺς ἡγεμόνας τε καὶ
παιδαγωγοὺς
εἶναι.
(Platon, République, V, 467)
παιδάριον,
ου (τὸ) :
1. le jeune garçon 2. le jeune esclave
Κάκιστ' ἀπόλοιο
παιδάριον
αὐταῖς μάχαις·
(Aristophane, Paix, 1289)
παιδεία,
ας (ἡ) :
1. l'éducation des enfants, l'instruction, la culture de l'esprit,
la connaissance des arts libéraux, l'expérience 2. l'âge de la
jeunesse
Παιδεία, ας
(ἡ) : l'Education (de Cyrus), la
Cyropédie
παίδειος ou mieux
παιδεῖος, ος,
ον : qui concerne les enfants, qui
convient aux enfants
παιδεραστής οῦ
(ὁ) : celui qui aime les
enfants, le pédéraste
Πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος
παιδεραστής
τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται, ἀεὶ τὸ συγγενὲς ἀσπαζόμενος.
(Platon,
192)
παιδεραστία,
ας (ἡ) : l'amour pour les enfants, la pédérastie
Δεῖ
δὴ τὼ νόμω τούτω συμβαλεῖν εἰς ταὐτόν, τόν τε περὶ τὴν
παιδεραστίαν
καὶ τὸν περὶ τὴν φιλοσοφίαν τε καὶ τὴν ἄλλην ἀρετήν, εἰ μέλλει
συμβῆναι καλὸν γενέσθαι τὸ ἐραστῇ παιδικὰ χαρίσασθαι.
(Platon, 184)
παίδευμα,
ατος (τὸ)
: 1. ce qu'on a élevé ou instruit, l'élève, le disciple;
poet. les poissons, les nourrissons de la mer 2. ce qu'on a
appris, la connaissance, le savoir
Οὐδέ γε οἱ ταῦτα μὲν ἱκανοί,
ἀπαίδευτοι δὲ ὡς χρὴ καὶ συμμάχοις καὶ πολεμίοις χρῆσθαι, ἀλλὰ καὶ
οὗτοι δῆλον ὡς τῶν μεγίστων
παιδευμάτων ἀπείρως ἔχουσιν.
(Xénophon, Cyropédie, I, V, 11)
παίδευσις,
εως (ἡ) :
1. l'action d'instruire des enfants, l'éducation, l'instruction 2.
l'école
Σκέψαι δὲ τὴν
παίδευσιν
ᾗ πέποιθεν ὡς ἐλέγξω,
ὅστις σε θερμῷ φησι λοῦσθαι πρῶτον οὐκ ἐάσειν.
(Aristophane,
Nuées, 1043)
παιδευτέος,
α, ον :
qu'on doit éduquer, à éduquer
Ὥστε πρὸς τούτους τοὺς σκοποὺς καὶ
παῖδας ἔτι ὄντας παιδευτέον
καὶ τὰς ἄλλας ἡλικίας, ὅσαι δέονται παιδείας. (Aristote,
Politique, VII, 1333b)
παιδεύτης,
ου (ὁ) :
le maître, le précepteur
Ἣν ἔργῳ προστιθέασι λόγῳ μὴ πείθοντες
οὗτοι οἱ παιδευταί
τε καὶ σοφισταί
(Platon, République, VI, 492)
παιδευτικός,
ή, όν :
qui concerne l'instruction
Ἔστω δὴ διακριτικῆς τέχνης καθαρτική,
καθαρτικῆς δὲ τὸ περὶ ψυχὴν μέρος ἀφωρίσθω, τούτου δὲ διδασκαλική,
διδασκαλικῆς δὲ παιδευτική·
(Platon, 231)
παιδεύω (f.
εύσω, ao.
ἐπαίδευσα pf.
πεπαίδευκα)
: élever, instruire, former, apprendre qqch à qqn., enseigner à
qqh., former, dresser (des animaux)
Οὐκοῦν ὁ μὲν ἀπαίδευτος
ἀχόρευτος ἡμῖν ἔσται, τὸν δὲ
πεπαιδευμένον ἱκανῶς κεχορευκότα
θετέον;
Platon, Lois, II, 654
παιδιά, ᾶς
(ἡ) :
1. le jeu, l'amusement 2. le jeu, le badinage, la bagatelle
Τούτῳ δὴ δεῖν τῷ τρόπῳ
συνεπόμενον καὶ παίζοντα ὅτι καλλίστας
παιδιὰς πάντ' ἄνδρα καὶ γυναῖκα οὕτω
διαβιῶναι, τοὐναντίον ἢ νῦν διανοηθέντας.
Platon, Lois, VII, 803
παιδικός, ή,
ον : I. qui concerne les enfants 1.
d'enfant 2. qui concerne un enfant aimé; τὰ
παιδικά : le favori, le mignon II. d'enfant, puéril, badin,
niais
Οὐ μόνον γε, ὦ φίλε, εἰκός,
ἀλλὰ καὶ πᾶσα ἀνάγκη τὸν ἐρωτικῶς του φύσει ἔχοντα πᾶν τὸ συγγενές
τε καὶ οἰκεῖον τῶν παιδικῶν
ἀγαπᾶν.
Platon, République, VI, 485
παιδικῶς, adv. 1. d'une manière
enfantine, puérilement 2. par plaisanterie
παιδίον, ου
(τὸ) : 1. le petit enfant (garçon
ou fille) au-dessous de sept ans 2. le jeune serviteur, le petit
esclave
Ἅμα δὲ καὶ δεῖ τοὺς παῖδας
ἔχειν τινὰ διατριβήν, καὶ τὴν Ἀρχύτου πλαταγὴν οἴεσθαι γενέσθαι
καλῶς, ἣν διδόασι τοῖς παιδίοις,
ὅπως χρώμενοι ταύτῃ μηδὲν καταγνύωσι τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν·
Aristote, Politique, VIII, 1340b
παιδιοτροφέω-ῶ,
c. παιδοτροφέω
παιδίσκη, ης
(ἡ) : 1. la petite fille de condition
libre 2. la petite servante, la jeune esclave 3. la jeune prostituée
Ἐξεργάσαντο δέ μιν οἱ ἀγοραῖοι
ἄνθρωποι καὶ οἱ χειρώνακτες καὶ αἱ ἐνεργαζόμεναι
παιδίσκαι.
Hérodote, I, 93, 2
παιδίσκος, ου
(ὁ) : le petit garçon
Καὶ τῶν μὲν αὖ
παιδίσκων
οὕτως ἐπεμελήθη.
Xénophon, Const. Lac. III, 5
παιδιώδης,
ης, ες :
qui aime le jeu
Δοκεῖ δὲ καὶ ὁ παιδιώδης ἀκόλαστος
εἶναι, ἔστι δὲ μαλακός.
Aristote, Ethique à Nicomaque,
1150b, 15
παιδνός,
ή ou ός,
όν : 1. d'enfant 2. enfantin, puéril
Εἰ δ' ἄγε τοι καὶ δένδρε' ἐυκτιμένην
κατ' ἀλωὴν
εἴπω, ἅ μοί ποτ' ἔδωκας, ἐγὼ δ' ᾖτεόν σε ἕκαστα
παιδνὸς
ἐών, κατὰ κῆπον ἐπισπόμενος·
Homère, Odyssée, 24, 327
παιδοβόρος,
ος, ον :
qui dévore les enfants
Παιδοβόροι
μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανές τε Θυέστου·
Eschyle, Choéphores, 1065
παιδοβοσκός,
ος, ον :
qui élève des enfants
παιδοκτόνος, ος,
ον : qui tue des enfants ou ses
enfants
Ἡμᾶς ἔχεις
παιδοκτόνους
σούς.
Euripide, Heracles, 1380
παιδολέτειρα,
ας, adj :
qui tue des enfants ou
ses enfants
Πῶς οὖν ἱερῶν ποταμῶν
ἢ πόλις ἢ θεῶν
πόμπιμός σε χώρα
τὰν παιδολέτειραν
ἕ-
ξει, τὰν οὐχ ὁσίαν, μετ' ἀστῶν;
Euripide, Médée, 847
παιδολέτωρ,
ορος (ὁ,
ἡ) :
qui tue des enfants ou
ses enfants
Φεῦ φεῦ, μυσαρὰ καὶ
παιδολέτορ.
(Euripide, Médée, 1393)
παιδολυμάς,
άδος, adj. qui fait périr son
enfant
παιδομανής, ής,
ες : fou des enfants
παιδομανία, ας
(ἡ) : la folle passion our les enfants
παιδονομία, ας (ἡ)
: la pédonomie, l'éducation des enfants
Ποίων δέ τινων τῶν σωμάτων ὑπαρχόντων
μάλιστ' ἂν ὄφελος εἴη τοῖς γεννωμένοις, ἐπιστήσασι μὲν μᾶλλον
λεκτέον ἐν τοῖς περὶ τῆς
παιδονομίας, τύπῳ δὲ ἱκανὸν
εἰπεῖν καὶ νῦν.
Aristote, Politique, VII, 1135b
παιδονόμος,
η, ον :
préposé à l'éducation des enfants,
ὁ.
le pédonome (magistrat qui surveillait l'éduccation des enfants à
Sparte)
Ἐπισκεπτέον δὲ τοῖς
παιδονόμοις
τὴν τούτων διαγωγήν, τήν τ' ἄλλην καὶ ὅπως ὅτι ἥκιστα μετὰ δούλων
ἔσται.
Aristote, Politique, VII, 1136a
παιδοποιέω-ῶ
: 1. engendrer des enfants 2. prendre pour enfant, adopter. Moy.
engendrer
Ὅτι νὴ Δί', ἔφη, οὐ μόνον ἀγαθοὺς δεῖ
τοὺς ἐξ ἀλλήλων
παιδοποιουμένους εἶναι, ἀλλὰ
καὶ ἀκμάζοντας τοῖς σώμασιν.
Xénophon, Mémorables, IV, IV,
23
παιδοποιία,
ας (ἡ) :
la procréation d'enfants
Πολλὴν ῥᾳστώνην, ἔφη, λέγεις τῆς
παιδοποιίας
ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν.
Platon, République, V, 460
παιδοποιός,
ός, όν :
qui engendre des enfants
Ὦ
παιδοποιοὶ
συμφοραί, πόνοι βροτῶν· (Euripide, Rhesus, 980)
παιδοτριβέω-ῶ
: former des enfants par des exercices de gymnastique
παιδοτρίβης, ου
(ὁ) : le maître de gymnastique pour les
enfants
Ἡρόδικος δὲ
παιδοτρίβης
ὢν καὶ νοσώδης γενόμενος, μείξας γυμναστικὴν ἰατρικῇ, ἀπέκναισε
πρῶτον μὲν καὶ μάλιστα ἑαυτόν, ἔπειτ' ἄλλους ὕστερον πολλούς.
(Platon, République, II, 406)
παιδοτριβικός, ός,
όν : qui concerne l'art du maître de
gymnastique
παιδοτροφία, ας
(ἡ) : l'action d'élever (de nourrir)
des enfants
Οὐ γὰρ εἶναι δυνατὸν ἀνδρὶ ἰδιώτῃ
τοιούτους παῖδας καὶ τὰς μορφὰς οὕτως ἐπιφανεῖς ἐκτραφῆναι, δυσκόλου
καὶ βασιλεῦσιν οὔσης τοιαύτης
παιδοτροφίας. (Flavius
Josèphe, A. J., II, 98)
παιδοτρόφος,
ος, ον ;
qui nourrit ou élève des enfants
παιδότρωτος,ος,
ον : souffrance que cause une blessure
faite par des enfants à leurs parents
παιδουργία, ας,
(ἡ) : c.
παιδοποίια
παιδοφονία,ας
(ἡ) : le meurtre d'enfants
παιδοφόνος, ος,
ον : qui tue des enfants
Ζεῦ, τάδ' ἀκούεις ὡς ἀπελαυνόμεθ'
οἷά τε πάσχομεν ἐκ τῆς μυσαρᾶς
καὶ παιδοφόνου
τῆσδε λεαίνης; (Euripide, Médée, 1405)
παίζω (f.
παίσομαι, ao.
ἔπαισα ou
ἔπαιξα, pf.
πέπαικα;
pass. ao. ἐπαίχθην, pf.
πέπασμαι) I. 1. faire l'enfant,
s'amuser, jouer, être enjoué 2. chasser II. se faire un jeu de,
plaisanter, badiner, se jouer de, se moquer de, railler qqn, rire de
lui
Ἡγεῖται δὲ πάντα ταῦτα τὰ
κτήματα οὐδενὸς ἄξια καὶ ἡμᾶς οὐδὲν εἶναιλέγω ὑμῖνεἰρωνευόμενος δὲ
καὶ παίζων
πάντα τὸν βίον πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διατελεῖ.
Platon, Banquet, 216
Παιήων, ήονος
(ὁ) : Paeeon, le médecin des dieux,
Apollon
Παιονία, ας
(ἡ) : la Paeonie (contré du N. de la
Macédoine)
Τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν
κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι, ἵνα ἑκάστοτε γίνοιτο ἐλαύνων,
μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν, ἐν Θεσσαλίῃ τε τινὰς καὶ ἐν Σίρι τῆς
Παιονίης
καὶ ἐν Μακεδονίῃ.
Hérodote, VIII, 115, 3
Παιονίδης, ου
(ὁ) : le fils de Paeon
Παιονικός, ή,
όν : de Paeonie
Ἀπὸ δὲ τῆς ἀρχῆς τῶν
Μακεδονικῶν ὀρῶν καὶ τῶν Παιονικῶν
μέχρι Στρυμόνος ποταμοῦ Μακεδόνες τε οἰκοῦσι καὶ Παίονες καί τινες
τῶν ὀρεινῶν Θρᾳκῶν·
Strabon, Géographie, VII, 7, 4
Παιονίς, ίδος
adj. : de Paeonie
Οἶδα δὲ αὐτὸς τούτοισι τοῖσι ἱροῖσι
τόδε ποιεύμενον προσφερές, τὰς Θρηικίας καὶ τὰς
Παιονίδας
γυναῖκας, ἐπεὰν θύωσι τῇ Ἀρτέμιδι τῇ βασιλείῃ, οὐκ ἄνευ πυρῶν
καλάμης ἐχούσας τὰ ἱρά.
Hérodote, IV, 33, 5
παιπάλη, ης
(ἡ) : 1. la fleur de farine, la
poussière très menue 2. l'homme très fin, insaisissable
Καταπαττόμενος γὰρ
παιπάλη
γενήσομαι.
Aristophane, Nuées, 264
παιπάλημα, ατος
(τὸ) : 1. la fleur de farine, la
poussière très menue 2. l'homme très fin, insaisissable
Πυκνότατον κίναδος,
σόφισμα κύρμα τρῖμμα παιπάλημ'
ὅλον.
Aristophane, Oiseaux, 430
παιπαλόεις, όεσσα,
όεν : rocailleux, raboteux, sinueux,
tortueux
Ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς
παιπαλόεσσαν
ἀνελθών,
καί μοι ἐείσατο καπνὸς ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης,
Κίρκης ἐν μεγάροισι, διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην.
Homère, Odyssée, 10, 113
παῖς, voc.
παῖ, gén. παιδός (ὁ
ἡ) 1. l'enfant, le fils, la fille , le jeune garçon, la jeune
fille 2. le jeune esclave, le serviteur
παιφάσσω : se montrer tout à coup,
apparaître soudainement
παίω (f.
παίσω ou
παίησω, aor.
ἔπαισα, pf.
πέπαικα, pass. ao.
ἐπαίσθην, pf.
πέπαισμαι) 1. battre, frapper 2. se heurter contre Moy.
frapper sur soi, se frapper
Παίων, ῶνος
(ὁ) : Paeon, le médecin
παιώνινος, ος
ou α, ον
propre à guérir, salutaire παιώνινος,
α, ον :
qui ressemble à un chant de victoire
παιωνισμός, ου
(ὁ) : l'action de chanter un péan
πακτόω-ῶ :
1. ficher ou fixer solidement, assujettir solidement, fermer 2.
calfater solidement, bourrer
Ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα
ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι
κἀπακτώσαμεν,
ὁ δ' ὡσπερεὶ κολοιὸς αὑτῷ παττάλους
ἐνέκρουεν ἐς τὸν τοῖχον, εἶτ' ἐξήλλετο.
Aristophane, Guêpes, 1227
Πακτωλος, οῦ
(ὁ) : Le Pactole (fleuve de Lydie)
παλάθη, ης
(ἡ) : le gâteau de fruits desséchés
(noix, figues,...) pressés et alignés les uns contre les autres
πάλαι, adv. 1. depuis longtemps,
autrefois, jadis 2. avant le temps d'aujourd'hui, il n'y a pas
longtemps, récemment, dernièrement
Πάλαι,
ὦ Σώκρατες, σκώπτεις καὶ παίζεις πρός με.
Platon, Théagène, 125
παλαιγενής, ής,
ές : né depuis longtemps
Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ
παλαιγενές, εἰ
γὰρ Ἀθήνη
δοίη κάρτος ἐμοί, βελέων δ' ἀπερύκοι ἐρωήν·
Homère, Iliade, XVII, 543
παλαιόπλουτος, ος,
ον : riche depuis longtemps
Ὅθεν φασὶ γενέσθαι τοὺς
ὕστερον δοκοῦντας εἶναι παλαιοπλούτους.
Aristote, Constitution d'Athènes, 6, 2
παλαιός, ά,
όν : ancien, âgé, vieux, de vieille
date, d'autrefois, ancien, antique adv.
τὸ παλαιόν, autrefois
Παλαιοὶ
γὰρ καὶ σοφοὶ ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες περὶ αὐτῶν εἰρηκότες καὶ
γεγραφότες ἐξελέγξουσί με, ἐάν σοι χαριζόμενος συγχωρῶ.
Platon; Phèdre, 235
παλαιότης, ητος
(ἡ) : l'antiquité, l'ancienneté
Ὅτι ὑπὸ
παλαιότητος
ἀδύνατον αὐτὰ ἐπισκέψασθαι, ὥσπερ καὶ τὰ βαρβαρικά;
Platon, Cratyle, 421
παλαιόφρων, ων,
ον, gén.
ονος : dont l'esprit n'est pas novice, expert, expérimenté
Ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ,
ἐμὲ παλαιόφρονα
κατά τε γᾶς οἰκεῖν,
φεῦ, ἀτίετον μύσος.
Eschyle, Euménides, 837
παλαιόω-ῶ
: devenir vieux, vieillir, tomber en désuétude
πάλαισμά, ατος
(τὸ) 1. les manœuvres d'un lutteur pour
vaincre ses adversaires, la lutte des athlètes 2. la ruse, le
stratagème
Πάλαισμ'
ἄφυκτον τοῖς ἐναντίοις ἔχοις,
σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον.
Eschyle, Eumènides, 744
παλαισμοσύνη, ης
(ἡ) : l'art de lutter, la lutte
παλαιστέω-ῶ
: repousser avec la paume de la main
παλαιστής οῦ
(ὁ) : le lutteur
Καὶ ἐν πάλῃ ἄρα ὁ ἑκὼν τὰ πονηρὰ καὶ
αἰσχρὰ ἐργαζόμενος βελτίων
παλαιστὴς ἢ ὁ ἄκων
Platon, Hippias Mineur, 374
παλαιστιαῖος,
α,
ον : de la mesure de la paume de la
main
Ὡς δὲ ἐκ τῆς θυσίης ἐγένετο,
καταχεάμενος χρυσὸν ἄπλετον ἡμιπλίνθια ἐξ αὐτοῦ ἐξήλαυνε, ἐπὶ μὰν τὰ
μακρότερα ποιέων ἑξαπάλαιστα, ἐπὶ δὲ τὰ βραχύτερα τριπάλαιστα, ὕψος
δὲ παλαιστιαῖα.
Hérodote, I, L, 2
παλαιστικός
η,
όν : 1. exercé ou propre à la
lutte 2. produit ou entretenu par l'habitude de la lutte
Παλαιστικὴν γὰρ τέχνην εὗρε Θησεὺς πρῶτος καὶ πάλης κατέστη
ὕστερον ἀπ' ἐκείνου διδασκαλία·
Pausanias, I, 39, 2
παλαίστρα, ας
(ἡ) : la palestre, le lieu où l'on
s'exerce à la lutte, le lieu où l'on s'exerce à la lutte
παλαιστρίτης, ου,
adj. 1. exercé ou propre à la lutte 2. produit ou
entretenu par l'habitude de la lutte
παλαιστροφύλαξ,
ακος (ὁ) le surveillant du
gymnase ou de la lutte
παλαίφατος, ος,
ον : 1. annoncé ou prédit depuis
longtemps 2. dont on parle depuis longtemps, connu, célèbre depuis
longtemps, d'une antiquité fabuleuse
Τοῦτ' ἐγῷδα, τῆσδέ τε
μαντεῖ' ἀκούων συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ
παλαίφαθ'
ἁμοὶ Φοῖβος ἤνυσέν ποτε.
Sophocle, Oedipe à Colone, 452
παλαίχθων, ων,
ον, gén. ονος
: qui habite depuis longtemps un pays, indigène
πάλαιω (f. -αίσω,
ao. ἐπάλαισα, pf.
πεπάλαικα, pass. ao.
ἐπαλαίσθην, pf.
πεπάλαισμαι) 1. lutter contre qqn,
contre un animal, avoir à lutter contre qqch ; au pass. être
vaincu dans une lutte 2. être malheureux, succomber, succomber dans
la lutte Moy. vaincre à la lutte
παλαίωσις, εως
(ἡ) : l'action de vieillir, la vétusté
παλαμάομαι-ῶμαι
: faire avec les mains, exécuter
παλάμη, ης
(ἡ) : 1. la paume de la main, le
travail de la main, le coup de main, l'acte violent, le coup frappé
par les dieux 2. l'art, le moyen, l'expédient
Τὼς γάρ μιν
παλάμαις τεῦξεν κλυτὸς Ἀμφιγυήεις
χρύσεον·
Hésiode, Bouclier, 216
παλάμημα, ατος
(τὸ) : l'expédient
παλαμναῖος, ος,
ον : 1. qui a les mains teintes se
sang, souillé d'un meurtre, scélérat 2. vengeur du sang répandu
Ἄφθογγον εἶναι τὸν
παλαμναῖον νόμος,
ἔστ' ἂν πρὸς ἀνδρὸς αἵματος καθαρσίου
σφαγαὶ καθαιμάξωσι νεοθήλου βοτοῦ.
Eschyle, Euménides, 436
παλάσσω (f. άξω)
: agiter, mêler, 1. éclabousser, souiller d'éclaboussures 2. être
projeté avec éclaboussures, jaillir 3. remuer pêle-mêle, tirer au
sort
παλαστιαῖος, α,
ον : de la mesure d'une paume de la
main
Παλάτιον, ου
(τὸ) : le Palatium, le mont Palatin
παλεύω 1. attirer au moyen d'un piège
d'appeaux 2. attirer dans un piège, allécher, séduire
παλέω-ῶ
: 1. lutter contre qqn, contre un animal, avoir à lutter contre qqch
; au pass. être vaincu dans une lutte 2. être malheureux,
succomber, succomber dans la lutte Moy. vaincre à la lutte
πάλη, ης (ἡ)
: la lutte d'athlètes, la lutte, le combat
παλιγγεννεσία,
ας (ἡ) :
la renaissance, la régénération
Οἱ δὲ
ἀκούσαντες εὐχαριστοῦσι μὲν τῷ θεῷ πάλιν αὐτοῖς ἀποδιδόντι τὴν
πάτριον γῆν, εἰς δὲ πότον καὶ κώμους τραπέντες ἐφ' ἡμέρας ἑπτὰ
διήγαγον εὐωχούμενοι καὶ τὴν ἀνάκτησιν καὶ
παλιγγενεσίαν τῆς
πατρίδος ἑορτάζοντες.
Flavius Josèphe, Ant., XI, 66
παλιγάπηλος, ου (ὁ)
: le revendeur
Τί οὖν
Ἑρμῆν παλιγκάπηλον
ἡμᾶς δεῖ τρέφειν;
Aristophane, Plutus, 1156
παλίγκοτος, ος, ον : qui a des
retours de haine ou de colère, dont la méchanceté ou
la colère se réveille, s'aigrit, s'exaspère, vindicatif, haineux
Μὴ γένῃ
παλίγκοτος ἀντιβολοῦσιν ἡμῖν,
ὥστε τήνδε μὴ λαβεῖν·
Aristophane, Paix, 390
παλιγκότως, adv. : avec ressentiment
Μετὰ δὲ
αὐτῷ τε τούτῳ καὶ τοῖσι ἄλλοισι Θηραίοισι συνεφέρετο
παλιγκότως.
Hérodote, IV, 156, 1
παλιλλογέω-ῶ : redire
παλίλλογος, ος,
ον : rassemblé ou recueilli à
nouveau
παλίμβολος, ος,
ον : qui lance ou qu'on lance en sens
inverse, trompeur, fourbe
Ἐμπορίας γὰρ καὶ χρηματισμοῦ διὰ καπηλείας ἐμπιμπλᾶσα αὐτήν, ἤθη
παλίμβολα
καὶ ἄπιστα ταῖς ψυχαῖς ἐντίκτουσα, αὐτήν τε πρὸς αὑτὴν τὴν πόλιν
ἄπιστον καὶ ἄφιλον ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὡσαύτως.
Platon, Lois, IV, 705
παλιμμήκης, ης,
ες : de double longueur
Πνοαὶ δ' ἀπὸ
Στρυμόνος μολοῦσαι
κακόσχολοι νήστιδες δύσορμοι,
βροτῶν ἄλαι, ναῶν τε καὶ
πεισμάτων ἀφειδεῖς,
παλιμμήκη
χρόνον τιθεῖσαι
τρίβῳ κατέξαινον ἄν-
θος Ἀργείων·
Eshyle, Agamemnon, 192
παλίμπαις, gén. παιδος (ὁ,
ἡ) : qui retombe en enfance
παλιμπετής, ής,
ές : qui tombe ou retombe en arrière;
adv. παλιμπετές, en arrière, en sens
inverse
Αὐτὰρ
ὅγ' εἰς ἑτέρωσε παλιμπετὲς
ὄμματ' ἔνεικεν,
δαίμονας αἰδεσθείς·
Apollonius de Rhodes, Arg., IV, 1315
παλίμπλαγκτος, ος,
ον : qui erre en revenant sur ses pas,
errant
Ἐντεῦθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν
κέλευθον ᾖξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας,
ἀφ' οὗ παλιμπλάγκτοισι
χειμάζῃ δρόμοις·
Eschyle, Prométhée enchaîné, 819
παλιμπλάζομαι (seul. part. ao. pass.
παλιμπλαχθείς) errer en revenant sur
ses pas
Ἀτρείδη
νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας
ὀίω
ἂψ ἀπονοστήσειν, εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν,
εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς·
Homère, Iliade, I, 33
παλίμπλοος-ους,
οος-ους,
οον-ουν :
qui navigue en arrière
παλίμποινος, ος,
ον : qui châtie en retour
παλιμπρυμηδόν, adv. avec la
poupe retournée, en arrière
παλίμψηστος, ος,
ον : qu'on gratte pour écrire à nouveau
πάλιν, adv. : I. en sens
inverse, en rebroussant chemin, à rebours, en arrière II. 1. à
l'opposé, au contraire 2. en sens inverse, à son tour, de nouveau
παλινάγρετος, ος,
ον : qu'on peut changer, révocable
Οὐ γὰρ ἐμὸν
παλινάγρετον οὐδ'
ἀπατηλὸν
οὐδ' ἀτελεύτητον ὅ τί κεν κεφαλῇ κατανεύσω.
Homère, Iliade, I, 493
παλιναυτόμολος,
ου (ὁ) :
qui revient de lui-même au parti qu'il a trahi
Ποῦ ἔχων Ἕλλησι σπονδὰς ἀποδεῖξαι ἢ
προδόταις ἢ παλιναυτομόλοις
ἢ τυράννοις;
Xénophon, Helléniques, VII, 3, 10
παλινδικία, ας
(ἡ) : la révision d'un procès
Γενομένης δὲ ὕστερον τῆς γῆς
δι' αὐτὸν ἀφόρου, χρήσαντος αὐτῷ τοῦ θεοῦ πρὸς Ἀχελῷον ἀπιέναι καὶ
παρ' ἐκεῖνον παλινδικίαν
λαμβάνειν, τὸ μὲν πρῶτον πρὸς Οἰνέα παραγίνεται εἰς Καλυδῶνα καὶ
ξενίζεται παρ' αὐτῷ, ἔπειτα ἀφικόμενος εἰς Θεσπρωτοὺς τῆς χώρας
ἀπελαύνεται.
Apollodore, III, VII, 5
παλινδρομέω-ῶ
; courir en sens inverse, rebrousser chemin
Διαλιπόντες γοῦν οὐδ' ὅσον
ἰάσασθαι τὰ τραύματα καὶ τὴν δύναμιν πᾶσαν ἐπισυλλέξαντες
ὀργιλώτερον καὶ πολλῷ πλείους
ἐπαλινδρόμουν ἐπὶ τὴν Ἀσκάλωνα.
Flavius Josèphe, Guerres, III, 23
παλίνδρομος, ος,
ον : qui court en sens inverse
παλινόρμενος, ος,
ον : qui s'élance en arrière, qui
revient sur ses pas, qui recule
παλίνορσος, ος,
ον : qui s'élance en arrière, qui
revient sur ses pas, qui recule
Αὐτὸς νῦν ἄγε νῆα σὺν
ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις
κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον
ἐς Ἑλλάδα.
Apollonius de Rhodes, Argonautiques, I, 415
παλίνορτος, ος,
ον : qui s'élance ou éclate de
nouveau, qui se ravive
Μίμνει γὰρ φοβερὰ
παλίνορτος
οἰκονόμος δολία μνάμων μῆνις τεκνόποινος.
Eschyle, Agamemnon, 140
παλινστομέω-ῶ
: parler de nouveau
Παλινστομεῖς
αὖ θιγγάνουσ' ἀγαλμάτων;
Eschyle, Sept contre Thèbes, 245
παλίντιτος, ος,
ον : payé en retour
Ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν
ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα
ἔργα γενέσθαι·
Homère, Odyssée, I, 365
παλιντοκία, ας
(ἡ) : la réclamation d'intérêts déjà
payés
παλίντονος, ος,
ον : 1. tiré ou tendu en arrière
2. lancé après avoir été tendu en arrière
Ὣς φάθ', ὃ δὲ ξυνέηκε, θέων δέ
οἱ ἄγχι παρέστη,
τόξον ἔχων ἐν χειρὶ παλίντονον
ἠδὲ φαρέτρην
ἰοδόκον·
Homère, Iliade, XV, 442
παλιντριβής, ής,
ές rusé, fourbe
Ἐπεὶ οὐδέν πω κακόν γ'
ἀπώλετο,
ἀλλ' εὖ περιστέλλουσιν αὐτὰ δαίμονες,
καί πως τὰ μὲν πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ
χαίρουσ' ἀναστρέφοντες ἐξ Ἅιδου, τὰ δὲ
δίκαια καὶ τὰ χρήστ' ἀποστέλλουσ' ἀεί.
Sophocle, Philoctète, 446
παλίντροπος, ος,
ον : qui revient sur ses pas, qui se
détourne
Ὅτι τοιαύτης διαθέσεως
ὑπαρχούσης περί τε τοὺς Ῥωμαίους καὶ Καρχηδονίους, καὶ
παλιντρόπων
ἑκατέροις ἐκ τῶν ὑπὸ τῆς τύχης ἀπαντωμένων ἐναλλὰξ προσπιπτόντων,
κατὰ τὸν ποιητὴν ἅμα λύπην καὶ χαρὰν ὑποτρέχειν εἰκὸς ἦν τὰς ἑκάστων
ψυχάς.
Polybe, Histoires, IX, 21, 1
παλιντυχής, ής,
ές : dont la fortune a subi des
vicissitudes, infortuné
Κελαι-
ναὶ δ' Ἐρινύες χρόνῳ
τυχηρὸν ὄντ' ἄνευ δίκας
παλιντυχεῖ
τριβᾷ βίου
τιθεῖσ' ἀμαυρόν, ἐν δ' ἀί-
στοις τελέθοντος οὔτις ἀλ-
κά·
Eschyle, Agamemnon, 456
παλινῳδέω-ῶ
: chanter un chant différent ou sur un autre ton, chanter une
palinodie, se rétracter
παλινῳδία, ας
(ἡ) : le chant différent ou sur
un autre ton, la palinodie, la rétraction
παλίουρος, ου
(ὁ, ἡ) : le paliure (arbrisseau)
Ἀλλὰ γύναι πῦρ μέν τοι ὑπὸ
σποδῷ εὔτυκον ἔστω,
κάγκανα δ' ἀσπαλάθου ξύλ' ἑτοιμάσατ' ἢ
παλιούρου
ἢ βάτου ἢ ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδον·
Théocrite, Idylles, XXIV, 98
παλιρρόθιος, α,
ον : agité d'un mouvement de flux et de
reflux
Τὴν δ' αἶψ' ἤπειρόνδε
παλιρρόθιον φέρε
κῦμα,
πλημυρὶς ἐκ πόντοιο, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.
Homère, Odyssée, IX, 461
παλίρροθος, ος,
ον : battu par le flux et le reflux
παλίρροια, ας
(ἡ) : le flux et le reflux
Φησὶ δὲ ὁ Πολύβιος κρήνην ἐν
τῷ Ἡρακλείῳ τῷ ἐν Γαδείροις εἶναι, βαθμῶν ὀλίγων κατάβασιν ἔχουσαν
εἰς τὸ ὕδωρ, πότιμον, ἣν ταῖς
παλιρροίαις τῆς θαλάττης ἀντιπαθεῖν,
κατὰ μὲν τὰς πλήμας ἐκλείπουσαν, κατὰ δὲ τὰς ἀμπώτεις πληρουμένην.
Polybe, 34, 9, 5
παλίροος-ους,
οος-ους,
οον-ουν :
qui reflue
Ἐς δὲ γῆν πάλιν
κλύδων παλίρρους
ἦγε ναῦν.
Euripide, Iphigénie en Tauride, 1396
παλιρρύμη, ης
(ἡ) : le mouvement en sens inverse, le
retour
Σὲ δ' ἀγωνιῶ, Πόπλιε, λίαν ἔφη
καὶ διὰ τὸ νέον εἶναι κομιδῇ καὶ διὰ τὸ πάντα σοι κατὰ λόγον
κεχωρηκέναι καὶ τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν καὶ τὰ κατὰ τὴν Λιβύην καὶ
μηδέπω μέχρι γε τοῦ νῦν εἰς τὴν τῆς τύχης ἐμπεπτωκέναι
παλιρρύμην,
μήποτ' οὐ πεισθῇς διὰ ταῦτα τοῖς ἐμοῖς λόγοις, καίπερ οὖσι πιστοῖς.
Polybe, XV, 7, 1
παλίσσυτος, ος,
ον : qui se précipite en arrière
παλίωξις, εως
(ἡ) : le retour offensif des fuyards
Παλλάδιον, ου
(τὸ) : le Palladion (Palladium)
statue de Pallas
Ἐπενέγκας γὰρ αὐτῷ αἰτίαν
ψευδῆ ὡς Ἀφίδναζέ ποτε ἀφικόμενος ἐπὶ δραπέτην αὑτοῦ ζητῶν πατάξειε
γυναῖκα καὶ ἐκ τῆς πληγῆς τελευτήσειεν ἡ ἄνθρωπος, παρασκευασάμενος
ἀνθρώπους δούλους καὶ κατασκευάσας ὡς Κυρηναῖοι εἴησαν, προεῖπεν
αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ
φόνου.
Démosthène, Discours, LIX, 9.
παλλακεύω : au pass. être prise
comme concubine Moy. prendre pour concubine
Ἐνθεῦτεν δὲ τὴν Φρονίμην
παραλαβὼν πολύμνηστος, ἐὼν τῶν Θηραίων ἀνὴρ δόκιμος,
ἐπαλλακεύετο.
Hérodote, IV, 155, 1
παλλακή, ῆς
(ἡ) : la concubine
Οὗτος μὲν δὴ τοῦ συνάπαντος
τοῦ Ξέρξεω στρατεύματος ἀριθμός, γυναικῶν δὲ σιτοποιῶν καὶ
παλλακέων καὶ
εὐνούχων οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν·
Hérodote, VII, 187, 1
παλλακίδιον, ου
(τὸ) : la petite concubine
παλλακίς, ίδος
(ἡ) : la concubine
Ἣ δ'
αἰὲν ἐμὲ λισσέσκετο γούνων
παλλακίδι
προμιγῆναι, ἵν' ἐχθήρειε γέροντα.
Homère, Iliade, IX, 417
Παλλάντιος λόφος (ὁ)
: le mont Palatin
Γενομένης δὲ στάσεως μεγάλης
παρὰ τοῖς Ἀρκάσι, καὶ διὰ τῶν ὅπλων διακριθέντων τῶν διαφερομένων,
πολλοὶ μὲν ἀνῃρέθησαν, πλείους δὲ τῶν χιλίων καὶ τετρακοσίων ἔφυγον,
οἱ μὲν εἰς τὴν Σπάρτην, οἱ δ' εἰς τὸ
Παλλάντιον.
Diodore de Sicile, XV, 59, 2
Παλλας, άδος
(ἡ) : Pallas (Athéna)
πάλλευκος, ος, ον : tout blanc
Κἄπειτ' ἀναστᾶσ' ἐκ θρόνων
διέρχεται
στέγας, ἁβρὸν βαίνουσα παλλεύκῳ
ποδί,
δώροις ὑπερχαίρουσα, πολλὰ πολλάκις
τένοντ' ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη.
Euripide, Médée, 1163
Παλληναῖος, α, ον : de Pallénè
Παλλήνη, ης
(ἡ) : Pallénè, péninsule de
Macédoine
Ἐν τούτῳ δὲ Μένδη ἀφίσταται
αὐτῶν, πόλις ἐν τῇ Παλλήνῃ,
Ἐρετριῶν ἀποικία.
Thucydide, IV, 123, 1
Παλληνίς, ίδος,
adj. : du dème Pallénè
Θανόντα γάρ με θάψεθ' οὗ τὸ
μόρσιμον,
δίας πάροιθε παρθένου Παλληνίδος·
Euripide, Héraclides, 1030
πάλλω (impf.
ἔπαλλον, f. inus., ao.
ἔπηλα, pf.
πέπηλα, pf. pass.
πέπαλμαι)
1. agiter vivement brandir; mouvoir légèrement, faire sauter
doucement dans ses bras; remuer 2. s'agiter vivement, bondir. Moy.
s'élancer, sauter, bondir (de joie); se heurter
Τὸ γάρ που ἢ αὑτὸν ἤ τι ἄλλο
μετεωρίζειν ἢ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἐν ταῖς χερσὶν
πάλλειν τε καὶ
πάλλεσθαι
καὶ ὀρχεῖν καὶ ὀρχεῖσθαι καλοῦμεν.
Platon, Cratyle, 406
παλλώβητος, ος, ον : tout à fait
souillé, infâme
πάλος, ου
(ὁ) : 1. le sort qui s'échappe du
casque que l'on secoue, le sort qui échoit à qqn 2. le lot, la part
échue par le sort
Βρέφος τε τοὐμὸν σῷ
προσούδισας πάλῳ,
μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν ἀποσπάσας.
Euripide, Iphigénie à Aulis, 1151
παλτόν, ου
(τὸ) : le trait, le javelot
Ὡς δ' εἰς χεῖρας ἦλθον, ὅσοι
μὲν τῶν Ἑλλήνων ἔπαισάν τινας, πάντες συνέτριψαν τὰ δόρατα, οἱ δὲ
Πέρσαι κρανέϊνα παλτὰ
ἔχοντες ταχὺ δώδεκα μὲν ἱππέας, δύο δ' ἵππους ἀπέκτειναν.
Xénophon, Helléniques, III, 4, 14
παλτός, ή,
όν : lancé
παλύνω : 1. répandre, secouer (de la
farine, de la poussière) 2. couvrir.
Ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ
ἐϊκυῖα θεῇσιν
οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρὸν
κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ
πάλυνε,
πινέμεναι δ' ἐκέλευσεν, ἐπεί ῥ' ὥπλισσε κυκειῶ.
Homère, Iliade, XI, 616
παμβορος, ος,
ον : qui dévore tout
Φιλοτιμουμένων δὲ ὁμοῦ τε
συνετοὺς δόξαι καὶ κέρδος εὕρασθαι καὶ λέγειν ἀξιούντων φησίν, ὅτι
τὸ πάμβορον
γεγεννήκοι βορὰν ἡδεῖαν ἐξ αὐτοῦ καὶ πάνυ ἀηδοῦς ὄντος.
Flavius Josèphe, A. J. V, 290
πάμβοτος, ος,
ον : qui nourrit tout le monde
Ἱκνεῖται δὴ σινουμένα βέλει
βουκόλου πτερόεντος
Δῖον πάμβοτον
ἄλσος,
λειμῶνα χιονόβοσκον, ὅντ' ἐπέρχεται
Τυφῶ μένος,
ὕδωρ τε Νείλου νόσοις ἄθικτον,
μαινομένα πόνοις ἀτί-
μοις ὀδύναις τε κεντροδα
λήτισι, θυιὰς Ἥρας.
Eschyle, Suppliantes, 556
παμβῶκις, ιδος, adj. :
qui nourrit tous les hommes
Ὀρεστέρα
παμβῶκι
Γᾶ, μᾶτερ αὐτοῦ Διός,
ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμεις,
σὲ κἀκεῖ, μᾶτερ πότνι', ἐπηυδώμαν,
ὅτ' ἐς τόνδ' Ἀτρειδᾶν ὕβρις πᾶσ' ἐχώρει,
ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν,
ἰὼ μάκαιρα ταυροκτόνων
λεόντων ἔφεδρε, τῷ Λαρτίου
σέβας ὑπέρτατον.
Sophocle, Philoctète, 392
παμμάταιος, ος,
ον : entièrement vain
παμμάχος, ος,
ον : qui lutte contre tous
Οὐδ' ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας,
παμμάχῳ
θράσει βρύων,
οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν·
Eschyle, Agamemnon, 167
παμμεγας, -μεγάλη,
-μέγα : tout à fait grand
Ἀνεμνήσθην γὰρ ὅτι ἐν τῷ
πρόσθεν βραχέως τοῦ τοιούτου ἐφηψάμεθα, δοκεῖ δὲ τοῦτο
πάμμεγα εἶναι
τοῖς περὶ ταῦτα.
Platon, Phèdre, 273
παμμεγέθης, ης,
ες : tout à fait grand
Ἐγὼ γὰρ ἐμαυτῷ ταῦτα πάσχειν
ἐδόκουν καταφρονούμενος τῷ ἁπλῶς καὶ ὡς πέφυκα ζῆν, καὶ δίκην
διδόναι παμμεγέθη
ταῦτ' ἀνεχόμενος.
Démosthèle, XXXVII, 43
παμμέγιστος, ος,
ον : tout à fait grand
παμμελας, αινα,
αν : entièrement noir
Τοὶ δ' ἐπὶ θινὶ θαλάσσης ἱερὰ
ῥέζον,
ταύρους παμμέλανας,
ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ.
Iliade, Odyssée, III, 1
παμμήκης, ης,
ες : tout à fait long, très long
Κοπῶ δὴ μὴ δόξαν ὑμῖν
παράσχωμαι περὶ σμικροῦ πολλὰ λέγειν, μέθης πέρι, σμικροῦ πράγματος,
παμμήκη
λόγον ἀνακαθαιρόμενος.
PLaton, Lois, I, 642
πάμμηνος, ος,
ον : qui dure tous les mois ou
toute l'année, continuel
Κἀγὼ τοῦδ' ἴστωρ, ὑπερίστωρ,
πανσύρτῳ παμμήνῳ
πολλῶν
δεινῶν στυγνῶν τ' αἰῶνι.
Sophocle, Electre, 850
πάμμηνος σελήνη : la pleine lune
παμμήτωρ, ορος,
adj. f. : 1. mère de toutes choses (la terre) 2. qui est
vraiment une mère, la mère dévouée
Δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι
πνοαί,
ποταμῶν τε πηγαί, ποντίων τε κυμάτων
ἀνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ
τε γῆ,
καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ.
Eschyle, Prométhée enchaîné, 88
παμμιγης, ής,
ές
: formé d'éléments mêlés, confus
Βοῆς δὲ
παμμιγοῦς καὶ
θρήνων καὶ εὐχῶν καὶ παρακελεύσεων πρὸς ἀλλήλους πάντα μεστὰ ἦν.
Appien, Guerres extérieures, VI, 39
πάμμικτος, ος,
ον :
formé d'éléments mêlés,
confus
Ἀκάματον δὲ παρῆν σθένος
ἀνδρῶν τευχηστήρων
παμμίκτων
τ' ἐπικούρων.
Eschyle, Perses, 898
πάμμορος,
ος, ον :
tout à fait malheureux, infortuné
Ἀλλ' ἵνα τῷδ' ἐν ἀ-
φθέγκτῳ μὴ προπέσῃς νάπειποι-
άεντι, κάθυδρος οὗ
κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν
ῥεύματι συντρέχει,
τόν, ξένε πάμμορ',
εὖ φύλαξαι;
Sophocle, Oedipe à Colone, 155
παμπάλαιος, ος,
ον : tout à fait ancien
Εἰσὶ δέ τινες οἳ καὶ τοὺς
παμπαλαίους
καὶ πολὺ πρὸ τῆς νῦν γενέσεως καὶ πρώτους θεολογήσαντας οὕτως
οἴονται περὶ τῆς φύσεως ὑπολαβεῖν·
Aristote, Métaphysique, I, 983b
πάμπαν, adv. : tout à fait,
complètement
Τῆς δὲ παρὰ τῶν τυχόντων καὶ
ἐπὶ μικροῖς πάμπαν
ὀλιγωρήσει·
Aristote, Ethique à Nicomaque, 1124a
παμπήδην, adv. : tout à fait,
entièrement
Ὧδε
παμπήδην δὲ λαὸς
πᾶς κατέφθαρται δορί;
Eschyle, Perses, 715
παμπησία, ας
(ἡ) : la possession entière, la pleine
propriété
Πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν, οἱ δ'
ἐπιστάται,
δισσὼ στρατηγώ, διέλαχον σφυρηλάτῳ
Σκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν.
Eschyle, Sept contre Thèbes, 792
παμπληθής, ής,
ές : 1. tout en masse 2. tout à fait
nombreux
Εἶχον δὲ μακρὰς ναῦς ἑκατὸν καὶ
πεντήκοντα, στρατιώτας δὲ πεζοὺς μὲν πεντακισμυρίους, ἅρματα δὲ
τριακόσια, συνωρίδας δὲ ὑπὲρ τὰς δισχιλίας, χωρὶς δὲ τούτων ὅπλα καὶ
βέλη παντοδαπὰ καὶ μηχανὰς πολιορκητικὰς
παμπληθεῖς καὶ
σίτου καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πλῆθος ἀνυπέρβλητον.
Diodore de Sicile, XVI, 67, 2
πάμπληκτος, ος,
ον : où l'on reçoit toute sorte de
coups
Ἀλλ' ἐπὶ τάνδ' ἄρ' ἄκοιτιν
τίνες ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων,
τίνες πάμπληκτα
παγκόνιτά τ' ἐξῆλθον ἄεθλ' ἀγώνων;
Sophocle, Trachiniennes, 503
παμπόικιλος,
ος ou η,
ον : couvert de broderies
Αὐτὴ δ' ἐς θάλαμον κατεβήσετο
κηώεντα,
ἔνθ' ἔσάν οἱ πέπλοι παμποίκιλα
ἔργα γυναικῶν
Σιδονίων, τὰς αὐτὸς Ἀλέξανδρος θεοειδὴς
ἤγαγε Σιδονίηθεν ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον,
τὴν ὁδὸν ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν εὐπατέρειαν·
Homère, Iliade, VI, 263
πάμπολις, εως
(ὁ, ἡ) :
commun à toute les cités, à tous les Etats
πάμπολλος, ος,
ον : tout à fait nombreux, abondant
πάμπολυς, -πόλλη,
-πολυ : tout à fait nombreux, tout à
fait abondant
παμπόνηρος, ος,
ον : tout à fait méchant
Οὐ μέντοι ἔφη νομίζειν οὐδ' εἰ
παμπόνηρος
ἦν Δέξιππος βίᾳ χρῆναι πάσχειν αὐτόν, ἀλλὰ κριθέντα, ὥσπερ καὶ ὑμεῖς
νῦν ἀξιοῦτε, τῆς δίκης τυχεῖν.
Xénophon, Anabase, VI, 6, 25
πανπονήρως, adv. : tout à fait
méchamment
παμπορθής, ής,
ές : qui détruit tout
Μεταμανθάνουσα δ' ὕμνον
Πριάμου πόλις γεραιὰ
πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκου-
σα Πάριν τὸν αἰνόλεκτρον,
παμπορθῆ
πολύθρηνον
αἰῶνα διαὶ πολιτᾶν
μέλεον αἷμ' ἀνατλᾶσα.
Escyle, Agamemnon, 669
πάμπρεπτος, ος,
ον : : visible pour tous, bien visible
πάμπρωτος, ος,
ον : qui est tout à fait le premier
ou le premier de tous; adv. πάμπρωτον
πάμπρωτα ; par-dessus tout, avant tout
Νῆα μὲν οὖν
πάμπρωτον ἁλὸς
βένθοσδε ἔρυσσαν,
ἐν δ' ἱστόν τ' ἐτίθεντο καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,
ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν,
πάντα κατὰ μοῖραν, ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν·
Homère, Odyssée, IV, 758
παμφάγος, ος,
ον : qui mange tout, glouton
Διὸ καὶ τὰ θηρία οὔτε σώφρονα
οὔτ' ἀκόλαστα λέγομεν ἀλλ' ἢ κατὰ μεταφορὰν καὶ εἴ τινι ὅλως ἄλλο
πρὸς ἄλλο διαφέρει γένος τῶν ζῴων ὕβρει καὶ σιναμωρίᾳ καὶ τῷ
παμφάγον εἶναι·
Aristote, Ethique à Nicomaque, 1449b
παμφαής, ής,
ές : tout brillant
Προσέρχεται γὰρ οἷς οὔτε
παμφαὴς
ἀστὴρ ἰδεῖν ἔλαμψε χρυσαυγεῖ δόμῳ,
οὔθ' ἡλίου τηλαυγὲς ἀκτίνων σέλας
τοιοῦτον ἐξέλαμψεν, οἶον ἔρχεται
ἔχων γυναικὸς κάλλος οὐ φατὸν λέγειν,
πάλλων κεραυνόν, πτεροφόρον Διὸς βέλος·
Aristophane, Oiseaux, 1710
παμφαίνω : être tout brillant
Τὸν δ' ὃ γέρων Πρίαμος πρῶτος
ἴδεν ὀφθαλμοῖσι
παμφαίνονθ'
ὥς τ' ἀστέρ' ἐπεσσύμενον πεδίοιο,
ὅς ῥά τ' ὀπώρης εἶσιν, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαὶ
φαίνονται πολλοῖσι μετ' ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ,
ὅν τε κύν' Ὠρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσι.
Homère, Iliade, XXII, 1
παμφανάω-ῶ
: être tout brillant
Ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων, ἀράβησε δὲ
τεύχε' ἐπ' αὐτῷ
αἰόλα παμφανόωντα,
παρέτρεσσαν δέ οἱ ἵπποι
ὠκύποδες·
Homère, Iliade, V, 280
παμφεγγής, ής,
ές : tout brillant
Ἀλλ' οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
ἔστ' ἂν παμφεγγεῖς
ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ' ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ' ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
Sophocle, Electre, 104
πάμφθαρτος, ος,
ον : qui a détruit tout, funeste
πάμφλεκτος,
ος, ον :
tout enflammé, tout ardent
Εὐθὺς δὲ δείσας ἐμπύρων
ἐγευόμην
βωμοῖσι παμφλέκτοισιν·
Sophocle, Antigone, 1005
πάμφορος,
ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte;
bienfaisant, précieux
Παραμύθιον δὲ δὴ πρὸς ταῦτα καὶ
τὸ πάμφορος
εἶναι κέκτηται, τραχεῖα δὲ οὖσα δῆλον ὡς οὐκ ἂν πολύφορός τε εἴη καὶ
πάμφορος ἅμα·
Platon, Lois, IV, 705
Παμφυλία, ας
(ἡ) : la Pamphylie (contrée d'Asie
mineure)
Κατὰ δὲ τὰς ἀκρωρείας τοῦ
Ταύρου τὸ Ζηνικέτου πειρατήριόν ἐστιν ὁ Ὄλυμπος ὄρος τε καὶ φρούριον
ὁμώνυμον, ἀφ' οὗ κατοπτεύεται πᾶσα Λυκία καὶ
Παμφυλία καὶ
Πισιδία καὶ Μιλυάς·
Strabon, XIV, 5, 7
Παμφύλιος, α,
ον : de Pamphylie
Πάμφυλοι, ων
(οἱ) : 1. les Pamphyliens 2. les
descendants de Pamphylos
πάμφυλος, ος,
ον : composé de tribus ou
d'espèces de toutes sortes
Πᾶσαν μὲν γὰρ γᾶν ὀπτεύω,
σῴζω δ' εὐθαλεῖς καρποὺς
κτείνων παμφύλων
γένναν
θηρῶν, ἂ πάντ' ἐν γαίᾳ
ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον γένυσι παμφάγοις
δένδρεσί τ' ἐφημένα καρπὸν ἀποβόσκεται·
Aristophane, Oiseaux, 1061
πάμψυχος, ος,
ον : tout vivant
Πάν, Πανός
(ὁ) : Pan (dieu des champs, des
troupeaux, des bergers)
πάναβρος, ος,
ον : tout à fait efféminé
παναγής, ής,
ές : tout à fait saint, sacré
πάναγρος, ος,
ον : qui peut saisir ou contenir
toute espèce de proie
Παναθήναια, ων
(τὰ) : les Panathénées, fêtes en
l'honneur d'Athéna
Ἔτι δ' ἀνδράσι χορηγῶν εἰς
Διονύσια ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἄρχοντος ἐνίκησα, καὶ ἀνήλωσα σὺν τῇ τοῦ
τρίποδος ἀναθέσει πεντακισχιλίας δραχμάς, καὶ ἐπὶ Διοκλέους
Παναθηναίοις τοῖς
μικροῖς κυκλίῳ χορῷ τριακοσίας.
Lysias, Discours, XXI, 2
Παναθηναικός, ή,
όν : des Panathénées
πανάθλιος, ος,
ον : tout à fait malheureux
Δυσπάλαιστε τῶνδε δωμάτων Ἀρά,
ὡς πόλλ' ἐπωπᾷς, κἀκποδὼν εὖ κείμενα
τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη,
φίλων ἀποψιλοῖς με τὴν παναθλίαν.
Homère, Eschyle, Choéphores, 691
πάναιθος, ος,
ον : tout resplendissant
Ἀσπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ
στρατῷ ἠδὲ μέγισται
ἑσσάμενοι, κεφαλὰς δὲ παναίθῃσιν
κορύθεσσι
κρύψαντες, χερσίν τε τὰ μακρότατ' ἔγχε' ἑλόντες
ἴομεν·
Homère, Iliade, XIV, 352
παναίολος, ος,
ον : 1. de couleurs, de ciselures ou
de broderies tout à fait variées 2. aux sons variés de toutes sortes
Οὐδ' ἔτορε ζωστῆρα
παναίολον, ἀλλὰ
πολὺ πρὶν
ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ὣς ἐτράπετ' αἰχμή.
Homère, Iliade, XI, 210
παναίτιος, ος,
ον : 1. qui est la cause et le principe
de tout 2. coupable de tout, seul coupable
Ἰὴ ἰή, διαὶ Διὸς
παναιτίου
πανεργέτα·
Eschyle, Agamemnon, 1481
Πανάκεια, ας
(ἡ) : Pancheia (Panacée), fille
d'Asclépios
παναληθής, ής,
ές : tout à fait véridique
Τὸ δὲ τρίτον Ὀλυμπικῶς τῷ
σωτῆρί τε καὶ τῷ Ὀλυμπίῳ Διί, ἄθρει ὅτι οὐδὲ
παναληθής ἐστιν ἡ
τῶν ἄλλων ἡδονὴ πλὴν τῆς τοῦ φρονίμου οὐδὲ καθαρά, ἀλλ'
ἐσκιαγραφημένη τις, ὡς ἐγὼ δοκῶ μοι τῶν σοφῶν τινος ἀκηκοέναι.
Platon, République, IX, 583
παναληθῶς, adv. : très
véritablement
Εὖ δ' εἴη Διόθεν
παναληθῶς.
Eschyle, Suppliantes, 86
παναλκής, ής,
ές : tout à fait fort, tout-puissant
πανάλωτος, ος,
ον : qui soumet tout
πανάμερος,
ος,
ον dor.
qui dure tout le jour
2. de chaque jour, jour par jour
πανάπαλος, ος,
ον : tout à fait tendre ou
délicat
Σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ, ἐπιβώτορι μήλων,
παναπάλῳ,
οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι,
δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην·
Homère, Odyssée, XIII, 217
πανάποτμος, ος,
ον : tout à fait infortuné
Αὐτὰρ ἐγὼ
πανάποτμος, ἐπεὶ
τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ' οὔ τινά φημι λελεῖφθαι.
Homère, Iliade, XXIV, 468
πανάργυρος, ος,
ον : tout en argent
Χρυσοῦ μέν μοι ἔδωκ' ἐυεργέος
ἑπτὰ τάλαντα,
δῶκε δέ μοι κρητῆρα πανάργυρον,
αὐτὰρ ἔπειτα
οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι δυώδεκα πᾶσιν ἀφύσσας
ἡδὺν ἀκηράσιον, θεῖον ποτόν·
Homère, Odyssée, IX, 193
πανάρετος, ος,
ον : tout à fait vertueux
παναρμόνιος, ος,
ον : dont toutes les parties sont
d'accord, disposé avec un accord parfait; harmonieux
πάναρχος, ος,
ον : qui commande à tous
παναφῆλιξ, ικος
(ὁ, ἡ) :
qui n'a ou n'a plus aucun camarade
Ἦμαρ δ' ὀρφανικὸν
παναφήλικα παῖδα
τίθησι·
Homère, Iliade, XXII, 473
Παναχαιοί, ῶν
(οἱ) : tous les Achéens réunis, tous
les Grecs
Ὑμέων δ' οἵ περ ἔασιν ἀριστῆες
Παναχαιῶν
οὐδ' οἳ προφρονέως μέμαθ' Ἕκτορος ἀντίον ἐλθεῖν.
Homère, Iliade, VII, 132
παναώριος, ος,
ον : ravi par une mort tout à fait
prématurée
πανδαισία, ας
(ἡ) : le repas complet où tout abonde
ou le repas où ne manque personne
πανδαισίη, ης (ἡ),
ion. le repas
complet où tout abonde ou le repas où ne manque personne
πανδακέτης, adv. : tout à fait
mordant
πανδακέτας, adv. dor.
: tout à fait mordant
πανδάκρυτος, ος,
ον : 1. pleuré de tous ou tout à
fait déplorable 2. plein de larmes, douloureux
πανδαμάτωρ, ορος
(ὁ)
: celui qui dompte tout, qui soumet tout
πανδαμεί, adv. dor. : avec le
peuple entier, en corps, en masse
πανδαμί, adv. : avec le peuple entier, en corps, en
masse
πανδαμος,
ος,
ον : 1. qui comprend le peuple entier
2. commun à tout le peuple, public
πάνδεινος,
ος, ον :
tout à fait redoutable, terrible
πανδημεί, adv. :
avec le peuple entier, en
corps, en masse
πανδημί, adv. :
avec le peuple entier, en
corps, en masse
πανδημία, ας
(ἡ) : le peuple entier
πανδήμιος, ος,
ον : qui va par tout le peuple
πάνδημος, ος,
ον : 1. qui
comprend le peuple entier 2. commun à tout le peuple, public
πάνδικος
à
παρακέλευσμα
|